Ο Πόλεμος και οι Περιπέτειες του Πλοίαρχου Μιχαήλ Σάββα Κελέσιη (Καπετάν Μίχαλος) , item 6

Edit transcription:
...
Transcription saved
Enhance your transcribing experience by using full-screen mode

Transcription

You have to be logged in to transcribe. Please login or register and click the pencil-button again

Έπειτα με έβγαλαν έξω είς την αυλήν της φυλακής εβάδιζαν πλέον

προς την καταδίκην, ήσαν αι τελευταίαι μου ώραι.

Η αγωνία μου μέγιστη, απερίγραπτος. Πως δύναμαι να εκφρά-

σω το πως διήλθα τας στιγμάς εκείνας; Διότι ποιος έφθασε μέχρι 

της αγχόνης και να επιστρέψη οπίσω ώστε να δύναται να διηγηθή

το ό,τι ησθάνθη; Ουδείς! πάντες εταξείδυσαν και μαζί των έφεραν

και τας εντυπώσεις των. Εγώ όμως όχι. Ιδού πως Εζήτησα από 

τον αστυνόμον την άδειαν, καθό, Χριστιανός να εξομολογηθώ είς

ένα ιερέα πριν αποθανώ και να μεταλάβω αυτός μου υποσχέθη,

αλλά δεν τον έφερεν. Επλησίαζεν η 8η ώρα ολίγα λεπτά μου υπε-

λείποντο, έστρεφα γύρω τα βλέμματα μου, δια ν΄ατενίσω τελευταίαν

φοράν τον ήλιο και να δώσω τον ύστατον χαιρετισμόν είς τον ψευ-

δή, τον σκληρόν αυτόν κόσμον, ο οποίος με κατεδίκαζεν.Όλοι οι

φυλακισμένοι με περιτριγύρισαν, με παρηγόρούν, ησπάζοντο και

απεχαιρετών ελυπούντο και έκλαιον. Το ό,τι ησθανόμην εκείνην την 

στιγμήν δεν ήτο φόβος, ούτε λύπη είναι κάτι τι απροσδιόριστον

απογοητεύσις, αποστροφή προς το παν. Αλλ' η 8η ήλθε και παρήλθε

χωρίς να με ζητήσουν. Δεν ενθυμουμαι αν ήρχισα να λαμβάνω ελ-

πίδας. Κατά την 9ην π.μ. ο αστυνόμος προσεκάλεσεν όλους τους

φυλακισμένους 66 το όλον και τους εξήτασεν ένα έκαστον χωριστά

δια να βεβαιωθή αν πράγματι ήμην τρελλός πάντες δε ως και τεσ-

σάρες στρατιώται εδήλωσαν ότι ημήν τοιούτος, και υπέγραψαν πά-

τες. Θα μέρωτήσετε λοιπόν πως ενώ ημήν τρελλός ενθυμούμαι όλα

ταύτα τα οποία σας διηγούμαι. Μα μου φαίνεται ότι η τρέλλα μου

είχε και τα διαλείμματα της, ήτο διαλείπουσα.Μετά την εξέτασιν

των, με μετέφεραν πάλιν εις το δωμάτιον μου. Την νύκτα εκείνην

κατά λάθος εκτυπήθην επρίσθη ο λαιμός μου και η κεφαλή μου.

Η καρδία μου έπασχε φοβερά υπέφερα πολύ, εγόγγυζα δυνατά

ώστε ο φύλαξ αντελήφθη τους γογγυσμύς μου κι έσπευσεν εις το

δωμάτιον μου, δια να μάθη τι συνέβαινεν αλλ΄εγώ δεν ηδυνάμην

να ομιλήσω. Αμέσως λοιπόν δια τηλεφώνου ειδοποίησε τον αστυνο-

μον και τον ιατρόν, οίτινες αμέσως κατέφθασαν και με εξήτασαν.

Ο ιατρός ηννόησεν ότι οι πόνοι μου προήρχοντο από κτύπημα και

εζήτησε να μάθη ποίος με εκτύπησε ενθυμούμαι,  ότι ο στρατιώτης

εδικαιολογήθη ότι δεν γνώριζε τίποτε αφού εγώ ήμην κλεισμένος

και δι' αυτό δεν ετιμωρήθη. Μου έδωσεν έπειτα καθάρσιον και την

επόμενην ημέραν 16.4.916 κατά την 8ην π.μ. ήλθεν εις στρατιώτης

και με εζήτησεν όταν με παρέλαβε και με ωδήγησεν εις τον σι-

δηροδρομικόν σταθμόν. Αλλοίμονον! ο άνθρωπος, όστις έχασε τας ελπίδας φοβείται το κάθε τι. Ενόμισα πάλιν ότι ωδηγούμην εις το φρενο-

κομείον του Καϊρου "Απασία". Εκεί επτά ιατροί ήλθον και με

εξήτασαν και πάντες ευρόν ότι ημήν τρελλός. Μ' εκράτησαν λοιπόν 

εκεί. Αλλά την επόμενην μ' επεσκέφθη ο διευθυντής του νοσοκο-




 

Transcription saved

Έπειτα με έβγαλαν έξω είς την αυλήν της φυλακής εβάδιζαν πλέον

προς την καταδίκην, ήσαν αι τελευταίαι μου ώραι.

Η αγωνία μου μέγιστη, απερίγραπτος. Πως δύναμαι να εκφρά-

σω το πως διήλθα τας στιγμάς εκείνας; Διότι ποιος έφθασε μέχρι 

της αγχόνης και να επιστρέψη οπίσω ώστε να δύναται να διηγηθή

το ό,τι ησθάνθη; Ουδείς! πάντες εταξείδυσαν και μαζί των έφεραν

και τας εντυπώσεις των. Εγώ όμως όχι. Ιδού πως Εζήτησα από 

τον αστυνόμον την άδειαν, καθό, Χριστιανός να εξομολογηθώ είς

ένα ιερέα πριν αποθανώ και να μεταλάβω αυτός μου υποσχέθη,

αλλά δεν τον έφερεν. Επλησίαζεν η 8η ώρα ολίγα λεπτά μου υπε-

λείποντο, έστρεφα γύρω τα βλέμματα μου, δια ν΄ατενίσω τελευταίαν

φοράν τον ήλιο και να δώσω τον ύστατον χαιρετισμόν είς τον ψευ-

δή, τον σκληρόν αυτόν κόσμον, ο οποίος με κατεδίκαζεν.Όλοι οι

φυλακισμένοι με περιτριγύρισαν, με παρηγόρούν, ησπάζοντο και

απεχαιρετών ελυπούντο και έκλαιον. Το ό,τι ησθανόμην εκείνην την 

στιγμήν δεν ήτο φόβος, ούτε λύπη είναι κάτι τι απροσδιόριστον

απογοητεύσις, αποστροφή προς το παν. Αλλ' η 8η ήλθε και παρήλθε

χωρίς να με ζητήσουν. Δεν ενθυμουμαι αν ήρχισα να λαμβάνω ελ-

πίδας. Κατά την 9ην π.μ. ο αστυνόμος προσεκάλεσεν όλους τους

φυλακισμένους 66 το όλον και τους εξήτασεν ένα έκαστον χωριστά

δια να βεβαιωθή αν πράγματι ήμην τρελλός πάντες δε ως και τεσ-

σάρες στρατιώται εδήλωσαν ότι ημήν τοιούτος, και υπέγραψαν πά-

τες. Θα μέρωτήσετε λοιπόν πως ενώ ημήν τρελλός ενθυμούμαι όλα

ταύτα τα οποία σας διηγούμαι. Μα μου φαίνεται ότι η τρέλλα μου

είχε και τα διαλείμματα της, ήτο διαλείπουσα.Μετά την εξέτασιν

των, με μετέφεραν πάλιν εις το δωμάτιον μου. Την νύκτα εκείνην

κατά λάθος εκτυπήθην επρίσθη ο λαιμός μου και η κεφαλή μου.

Η καρδία μου έπασχε φοβερά υπέφερα πολύ, εγόγγυζα δυνατά

ώστε ο φύλαξ αντελήφθη τους γογγυσμύς μου κι έσπευσεν εις το

δωμάτιον μου, δια να μάθη τι συνέβαινεν αλλ΄εγώ δεν ηδυνάμην

να ομιλήσω. Αμέσως λοιπόν δια τηλεφώνου ειδοποίησε τον αστυνο-

μον και τον ιατρόν, οίτινες αμέσως κατέφθασαν και με εξήτασαν.

Ο ιατρός ηννόησεν ότι οι πόνοι μου προήρχοντο από κτύπημα και

εζήτησε να μάθη ποίος με εκτύπησε ενθυμούμαι,  ότι ο στρατιώτης

εδικαιολογήθη ότι δεν γνώριζε τίποτε αφού εγώ ήμην κλεισμένος

και δι' αυτό δεν ετιμωρήθη. Μου έδωσεν έπειτα καθάρσιον και την

επόμενην ημέραν 16.4.916 κατά την 8ην π.μ. ήλθεν εις στρατιώτης

και με εζήτησεν όταν με παρέλαβε και με ωδήγησεν εις τον σι-

δηροδρομικόν σταθμόν. Αλλοίμονον! ο άνθρωπος, όστις έχασε τας ελπίδας φοβείται το κάθε τι. Ενόμισα πάλιν ότι ωδηγούμην εις το φρενο-

κομείον του Καϊρου "Απασία". Εκεί επτά ιατροί ήλθον και με

εξήτασαν και πάντες ευρόν ότι ημήν τρελλός. Μ' εκράτησαν λοιπόν 

εκεί. Αλλά την επόμενην μ' επεσκέφθη ο διευθυντής του νοσοκο-




 


Transcription history
  • November 1, 2018 11:04:02 Maria Tsangari

    Έπειτα με έβγαλαν έξω είς την αυλήν της φυλακής εβάδιζαν πλέον

    προς την καταδίκην, ήσαν αι τελευταίαι μου ώραι.

    Η αγωνία μου μέγιστη, απερίγραπτος. Πως δύναμαι να εκφρά-

    σω το πως διήλθα τας στιγμάς εκείνας; Διότι ποιος έφθασε μέχρι 

    της αγχόνης και να επιστρέψη οπίσω ώστε να δύναται να διηγηθή

    το ό,τι ησθάνθη; Ουδείς! πάντες εταξείδυσαν και μαζί των έφεραν

    και τας εντυπώσεις των. Εγώ όμως όχι. Ιδού πως Εζήτησα από 

    τον αστυνόμον την άδειαν, καθό, Χριστιανός να εξομολογηθώ είς

    ένα ιερέα πριν αποθανώ και να μεταλάβω αυτός μου υποσχέθη,

    αλλά δεν τον έφερεν. Επλησίαζεν η 8η ώρα ολίγα λεπτά μου υπε-

    λείποντο, έστρεφα γύρω τα βλέμματα μου, δια ν΄ατενίσω τελευταίαν

    φοράν τον ήλιο και να δώσω τον ύστατον χαιρετισμόν είς τον ψευ-

    δή, τον σκληρόν αυτόν κόσμον, ο οποίος με κατεδίκαζεν.Όλοι οι

    φυλακισμένοι με περιτριγύρισαν, με παρηγόρούν, ησπάζοντο και

    απεχαιρετών ελυπούντο και έκλαιον. Το ό,τι ησθανόμην εκείνην την 

    στιγμήν δεν ήτο φόβος, ούτε λύπη είναι κάτι τι απροσδιόριστον

    απογοητεύσις, αποστροφή προς το παν. Αλλ' η 8η ήλθε και παρήλθε

    χωρίς να με ζητήσουν. Δεν ενθυμουμαι αν ήρχισα να λαμβάνω ελ-

    πίδας. Κατά την 9ην π.μ. ο αστυνόμος προσεκάλεσεν όλους τους

    φυλακισμένους 66 το όλον και τους εξήτασεν ένα έκαστον χωριστά

    δια να βεβαιωθή αν πράγματι ήμην τρελλός πάντες δε ως και τεσ-

    σάρες στρατιώται εδήλωσαν ότι ημήν τοιούτος, και υπέγραψαν πά-

    τες. Θα μέρωτήσετε λοιπόν πως ενώ ημήν τρελλός ενθυμούμαι όλα

    ταύτα τα οποία σας διηγούμαι. Μα μου φαίνεται ότι η τρέλλα μου

    είχε και τα διαλείμματα της, ήτο διαλείπουσα.Μετά την εξέτασιν

    των, με μετέφεραν πάλιν εις το δωμάτιον μου. Την νύκτα εκείνην

    κατά λάθος εκτυπήθην επρίσθη ο λαιμός μου και η κεφαλή μου.

    Η καρδία μου έπασχε φοβερά υπέφερα πολύ, εγόγγυζα δυνατά

    ώστε ο φύλαξ αντελήφθη τους γογγυσμύς μου κι έσπευσεν εις το

    δωμάτιον μου, δια να μάθη τι συνέβαινεν αλλ΄εγώ δεν ηδυνάμην

    να ομιλήσω. Αμέσως λοιπόν δια τηλεφώνου ειδοποίησε τον αστυνο-

    μον και τον ιατρόν, οίτινες αμέσως κατέφθασαν και με εξήτασαν.

    Ο ιατρός ηννόησεν ότι οι πόνοι μου προήρχοντο από κτύπημα και

    εζήτησε να μάθη ποίος με εκτύπησε ενθυμούμαι,  ότι ο στρατιώτης

    εδικαιολογήθη ότι δεν γνώριζε τίποτε αφού εγώ ήμην κλεισμένος

    και δι' αυτό δεν ετιμωρήθη. Μου έδωσεν έπειτα καθάρσιον και την

    επόμενην ημέραν 16.4.916 κατά την 8ην π.μ. ήλθεν εις στρατιώτης

    και με εζήτησεν όταν με παρέλαβε και με ωδήγησεν εις τον σι-

    δηροδρομικόν σταθμόν. Αλλοίμονον! ο άνθρωπος, όστις έχασε τας ελπίδας φοβείται το κάθε τι. Ενόμισα πάλιν ότι ωδηγούμην εις το φρενο-

    κομείον του Καϊρου "Απασία". Εκεί επτά ιατροί ήλθον και με

    εξήτασαν και πάντες ευρόν ότι ημήν τρελλός. Μ' εκράτησαν λοιπόν 

    εκεί. Αλλά την επόμενην μ' επεσκέφθη ο διευθυντής του νοσοκο-




     


  • November 1, 2018 11:03:00 Maria Tsangari

    Έπειτα με έβγαλαν έξω είς την αυλήν της φυλακής εβάδιζαν πλέον

    προς την καταδίκην, ήσαν αι τελευταίαι μου ώραι.

    Η αγωνία μου μέγιστη, απερίγραπτος. Πως δύναμαι να εκφρά-

    σω το πως διήλθα τας στιγμάς εκείνας; Διότι ποιος έφθασε μέχρι 

    της αγχόνης και να επιστρέψη οπίσω ώστε να δύναται να διηγηθή

    το ό,τι ησθάνθη; Ουδείς! πάντες εταξείδυσαν και μαζί των έφεραν

    και τας εντυπώσεις των. Εγώ όμως όχι. Ιδού πως Εζήτησα από 

    τον αστυνόμον την άδειαν, καθό, Χριστιανός να εξομολογηθώ είς

    ένα ιερέα πριν αποθανώ και να μεταλάβω αυτός μου υποσχέθη,

    αλλά δεν τον έφερεν. Επλησίαζεν η 8η ώρα ολίγα λεπτά μου υπε-

    λείποντο, έστρεφα γύρω τα βλέμματα μου, δια ν΄ατενίσω τελευταίαν

    φοράν τον ήλιο και να δώσω τον ύστατον χαιρετισμόν είς τον ψευ-

    δή, τον σκληρόν αυτόν κόσμον, ο οποίος με κατεδίκαζεν.Όλοι οι

    φυλακισμένοι με περιτριγύρισαν, με παρηγόρούν, ησπάζοντο και

    απεχαιρετών ελυπούντο και έκλαιον. Το ό,τι ησθανόμην εκείνην την 

    στιγμήν δεν ήτο φόβος, ούτε λύπη είναι κάτι τι απροσδιόριστον

    απογοητεύσις, αποστροφή προς το παν. Αλλ' η 8η ήλθε και παρήλθε

    χωρίς να με ζητήσουν. Δεν ενθυμουμαι αν ήρχισα να λαμβάνω ελ-

    πίδας. Κατά την 9ην π.μ. ο αστυνόμος προσεκάλεσεν όλους τους

    φυλακισμένους 66 το όλον και τους εξήτασεν ένα έκαστον χωριστά

    δια να βεβαιωθή αν πράγματι ήμην τρελλός πάντες δε ως και τεσ-

    σάρες στρατιώται εδήλωσαν ότι ημήν τοιούτος, και υπέγραψαν πά-

    τες. Θα μέρωτήσετε λοιπόν πως ενώ ημήν τρελλός ενθυμούμαι όλα

    ταύτα τα οποία σας διηγούμαι. Μα μου φαίνεται ότι η τρέλλα μου

    είχε και τα διαλείμματα της, ήτο διαλείπουσα.Μετά την εξέτασιν

    των, με μετέφεραν πάλιν εις το δωμάτιον μου. Την νύκτα εκείνην

    κατά λάθος εκτυπήθην επρίσθη ο λαιμός μου και η κεφαλή μου.

    Η καρδία μου έπασχε φοβερά υπέφερα πολύ, εγόγγυζα δυνατά

    ώστε ο φύλαξ αντελήφθη τους γογγυσμύς μου κι έσπευσεν εις το

    δωμάτιον μου, δια να μάθη τι συνέβαινεν αλλ΄εγώ δεν ηδυνάμην

    να ομιλήσω. Αμέσως λοιπόν δια τηλεφώνου ειδοποίησε τον αστυνο-

    μον και τον ιατρόν, οίτινες αμέσως κατέφθασαν και με εξήτασαν.

    Ο ιατρός ηννόησεν ότι οι πόνοι μου προήρχοντο από κτύπημα και

    εζήτησε να μάθη ποίος με εκτύπησε ενθυμούμαι,  ότι ο στρατιώτης

    εδικαιολογήθη ότι δεν γνώριζε τίποτε αφού εγώ ήμην κλεισμένος

    και δι' αυτό δεν ετιμωρήθη. Μου έδωσεν έπειτα καθάρσιον και την

    επόμενην ημέραν 16.4.916 κατά την 8ην π.μ. ήλθεν εις στρατιώτης

    και με εζήτησεν όταν με παρέλαβε και με ωδήγησεν εις τον σι-

    δηροδρομικόν σταθμόν. Αλλοίμονον! ο άνθρωπος, όστις έχασε τας ελπίδας φοβείται το κάθε τι. Ενόμισα πάλιν ότι ωδηγούμην εις το φρενο-

    κομείον του Καϊρου "Απασία". Εκεί επτά ιατροί ήλθον και με

    εξήτασαν και πάντες ευρόν ότι ημήν τρελλός. Μ' εκράτησαν λοιπόν 

    εκεί. Αλλά την επόμενην μ' επεσκέφθη ο διευθυντής του νοσοκο-



     


  • November 1, 2018 10:31:34 Maria Tsangari

    Έπειτα με έβγαλαν έξω είς την αυλήν της φυλακής εβάδιζαν πλέον

    προς την καταδίκην, ήσαν αι τελευταίαι μου ώραι.

    Η αγωνία μου μέγιστη, απερίγραπτος. Πως δύναμαι να εκφρά-

    σω το πως διήλθα τας στιγμάς εκείνας; Διότι ποιος έφθασε μέχρι 

    της αγχόνης και να επιστρέψη οπίσω ώστε να δύναται να διηγηθή

    το ό,τι ησθάνθη; Ουδείς! πάντες εταξείδυσαν και μαζί των έφεραν

    και τας εντυπώσεις των. Εγώ όμως όχι. Ιδού πως Εζήτησα από 

    τον αστυνόμον την άδειαν, καθό, Χριστιανός να εξομολογηθώ είς

    ένα ιερέα πριν αποθανώ και να μεταλάβω αυτός μου υποσχέθη,

    αλλά δεν τον έφερεν. Επλησίαζεν η 8η ώρα ολίγα λεπτά μου υπε-

    λείποντο, έστρεφα γύρω τα βλέμματα μου, δια ν΄ατενίσω τελευταίαν

    φοράν τον ήλιο και να δώσω τον ύστατον χαιρετισμόν είς τον ψευ-

    δή, τον σκληρόν αυτόν κόσμον, ο οποίος με κατεδίκαζεν.Όλοι οι

    φυλακισμένοι με περιτριγύρισαν, με παρηγόρούν, ησπάζοντο και

    απεχαιρετών ελυπούντο και έκλαιον. Το ό,τι ησθανόμην εκείνην την 

    στιγμήν δεν ήτο φόβος, ούτε λύπη είναι κάτι τι απροσδιόριστον

    απογοητεύσις, αποστροφή προς το παν. Αλλ' η 8η ήλθε και παρήλθε

    χωρίς να με ζητήσουν. Δεν ενθυμουμαι αν ήρχισα να λαμβάνω ελ-

    πίδας. Κατά την 9ην π.μ. ο αστυνόμος προσεκάλεσεν όλους τους

    φυλακισμένους 66 το όλον και τους εξήτασεν ένα έκαστον χωριστά

    δια να βεβαιωθή αν πράγματι ήμην τρελλός πάντες δε ως και τεσ-

    σάρες στρατιώται εδήλωσαν ότι ημήν τοιούτος, και υπέγραψαν πά-

    τες. Θα μέρωτήσετε λοιπόν πως ενώ ημήν τρελλός ενθυμούμαι όλα

    ταύτα τα οποία σας διηγούμαι. Μα μου φαίνεται ότι η τρέλλα μου

    είχε και τα διαλείμματα της, ήτο διαλείπουσα.Μετά την εξέτασιν


  • November 1, 2018 10:31:04 Giorgos Andreou


                                                                     - 6 -

    Έπειτα με έβγαλαν έξω εις την αυλήν της φυλακής · εβάδιζα πλέον
    προς καταδίκην, ΄σαν αι τελευταίαι μου ώραι.
              Η Αγωνία μου μέγιστη, απερίγραπτος. Πως δύναμαι να εκφρά-
    σω το πως διήλθα τας στιγμάς εκείνας ; Διότη ποίος έφθασε μέχρι
    της αγχόνης και να επιστρέψει οπίσω ώστε να δύναται να διηγηθή
    το ό,τι ησθάνθη ; Ουδείς ! πάντε εταξίδευσαν και μαζί των έφεραν
    και τας εντυπώσεις των. Εγώ όμως όχι. Ιδού πως Εζήτησα από
    τον αστυνόμον την άδειαν, κάθο, Χριστιανός να εξομολογηθώ εις
    ένα ιερέα πριν αποθάνω και να μεταλάβω· αυτός μου υποσχέθη ,
    αλλά δεν τον έφερεν. Επλησίαζεν η 8η ώρα · ολίγα λεπτά μου υπέ-
    λείποντο, έστρεφα γύρω τα βλέμματα μου, δια ν΄ ατενίσω τελευταίαν
    φοράν τον ήλιον και να δώσβ τον ύστατον χαιρετησμόν εις τον ψευ-
    δή, τον σκληρόν αυτόν κόσμον, ο οποίος με καταδίκαζεν. Όλοι οι
    φυλακισμένοι περιτριγύρισαν, με επαρηγορούν, ησπάζοντο και
    αποχαιρετών· ελυπούντο και έκλαιον. Το ό,τι ησθανόμην εκείνην την
    στιγμήν δεν ήτο φόβος, ούτε λήπη· είναι κάτι τι αποροσδιόριστον,
    απογοήτευσις αποστροφή προς το πάν. Αλλ΄η 8η ήλθε και παρήλθε
    χωρίς να με ζητήσουν. Δεν ενθυμούμαι αν ήρχισα να λαμβάνω ελ-
    πίδας. Κατά την 9ην π. μ. ο αστυνόμος παρακάλεσεν όλους τους
    φυλακισμένους, 66 το όλον και τους εξήτασεν ένα έκαστον χωριστά
    δια να βεβαιωθή αν πράγματι ημην τρελλός· πάντες δε ως και τέσ-
    σαρες στρατιώται εδήλωσαν ότι τοιούτος και υπέγραψαν πάν-
    τες. Θ αμ’ ερωτήσετυε λοιπόν πως ενώ ημην τρελλός ενθυμούμαι ολα
    ταύτα τα οποία διηγούμαι. Μα μου φαλινεται, ότι η τρέλλα μου
    είχε και τα διαλέιμματα της, ήτο διαλειπούσα. Μετά την εξέτασιν
    των, με μετέφεραν πάλιν εις το δωμάτιον μου. Την νύκτα εκείνην
    κατά λάθος εκτυπήθην· επρίσθη ο λαιμός μου και η κεφαλή μου.
    Η καρδιά μου έπασχε φοβερά· υπέφερα πολύ, εγόγγυζα δυνατά,
    ώστε ο φύλαξ αντελήφθη τους γογγυσμούς μου και εσπευσεν εις το
    δωμάτιον μου, δια να μάθη τι συνέβαινεν· αλλ’ εγώ δεν ηδυνάμην
    να μιλήσω. Αμέσως λοιπόν δια τηλεφώνου ειδοποίησε τον αστυνό-
    μον και τον ιατρόν, ύτινες αμέσως κατέφθασαν και με εξήτασαν.
    Ο ιατρός ηννόησεν ότι οι πόνοι μου προήρχοντο από κτύπημα και
    Εζήτησε να μάθη ποιος με εκτύπησε· ενθυμούμαι, ότι ο στρατηώτης
    Εδικαιολογήθη, ότι δεν εγνώριζε τίποτε αφού εγώ ημήν κλεισμένος
    και δι΄αυτό δεν ετιμωρήθη. Μου έδωσεν έπειτα καθάρσιον και την
    επομένην ημέραν 16.4.916 κατά την δην π. μ. ήλθεν εις στρατιώτης
    και με εζήτησεν· όταν με παρέλαβε και με ωδήγησεν εις τον σι-
    δηροδρομικόν σταθμόν. Αλλόιμονον ! ο άνθρωπος, όστις έχασε τας
    ελπίδας φοβείται το κάθε τι. Ενόμισα πάλιν ότι ωδηγούμην εις
    την καταδίκην. Αλλ΄όχι· μεταφέρθην σιδηροδρομικώς εις το φρενο-
    κομείον του Καϊρου « Α π α σ ί α «. Εκέι επτά ιατροί ήλθαν και με
    εξήτασαν και πάντες εύρον ότι ημήν τρελλός. Με λράτησαν λοιπόν
    εκεί. Αλλά την επόμενην μ ΄επεσκέυθη ο διευθυντής του νοσοκο-                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                             .


  • November 1, 2018 10:13:01 Giorgos Andreou


                                                                     - 6 -



    Έπειτα με έβγαλαν έξω εις την αυλήν της φυλακής · εβάδιζα πλέον
    προς καταδίκην, ΄σαν αι τελευταίαι μου ώραι.
              Η Αγωνία μου μέγιστη, απερίγραπτος. Πως δύναμαι να εκφρά-
    σω το πως διήλθα τας στιγμάς εκείνας ; Διότη ποίος έφθασε μέχρι
    της αγχόνης και να επιστρέψει οπίσω ώστε να δύναται να διηγηθή
    το ό,τι ησθάνθη ; Ουδείς ! πάντε εταξίδευσαν και μαζί των έφεραν
    και τας εντυπώσεις των. Εγώ όμως όχι. Ιδού πως Εζήτησα από
    τον αστυνόμον την άδειαν, κάθο, Χριστιανός να εξομολογηθώ εις
    ένα ιερέα πριν αποθάνω και να μεταλάβω· αυτός μου υποσχέθη ,
    αλλά δεν τον έφερεν. Επλησίαζεν η 8η ώρα · ολίγα λεπτά μου υπέ-
    λείποντο, έστρεφα γύρω τα βλέμματα μου, δια ν΄ ατενίσω τελευταίαν
    φοράν τον ήλιον και να δώσβ τον ύστατον χαιρετησμόν εις τον ψευ-
    δή, τον σκληρόν αυτόν κόσμον, ο οποίος με καταδίκαζεν. Όλοι οι
    φυλακισμένοι περιτριγύρισαν, με επαρηγορούν, ησπάζοντο και
    αποχαιρετών· ελυπούντο και έκλαιον. Το ό,τι ησθανόμην εκείνην την
    στιγμήν δεν ήτο φόβος, ούτε λήπη· είναι κάτι τι αποροσδιόριστον,
    απογοήτευσις αποστροφή προς το πάν. Αλλ΄η 8η ήλθε και παρήλθε
    χωρίς να με ζητήσουν. Δεν ενθυμούμαι αν ήρχισα να λαμβάνω ελ-
    πίδας. Κατά την 9ην π. μ. ο αστυνόμος παρακάλεσεν όλους τους
    φυλακισμένους, 66 το όλον και τους εξήτασεν ένα έκαστον χωριστά
    δια να βεβαιωθή αν πράγματι ημην τρελλός· πάντες δε ως και τέσ-
    σαρες στρατιώται εδήλωσαν ότι τοιούτος και υπέγραψαν πάν-
    τες. Θ αμ’ ερωτήσετυε λοιπόν πως ενώ ημην τρελλός ενθυμούμαι ολα
    ταύτα τα οποία διηγούμαι. Μα μου φαλινεται, ότι η τρέλλα μου
    είχε και τα διαλέιμματα της, ήτο διαλειπούσα. Μετά την εξέτασιν
    των, με μετέφεραν πάλιν εις το δωμάτιον μου. Την νύκτα εκείνην
    κατά λάθος εκτυπήθην· επρίσθη ο λαιμός μου και η κεφαλή μου.
    Η καρδιά μου έπασχε φοβερά· υπέφερα πολύ, εγόγγυζα δυνατά,
    ώστε ο φύλαξ αντελήφθη τους γογγυσμούς μου και εσπευσεν εις το
    δωμάτιον μου, δια να μάθη τι συνέβαινεν· αλλ’ εγώ δεν ηδυνάμην
    να μιλήσω. Αμέσως λοιπόν δια τηλεφώνου ειδοποίησε τον αστυνό-
    μον και τον ιατρόν, ύτινες αμέσως κατέφθασαν και με εξήτασαν.
    Ο ιατρός ηννόησεν ότι οι πόνοι μου προήρχοντο από κτύπημα και
    Εζήτησε να μάθη ποιος με εκτύπησε· ενθυμούμαι, ότι ο στρατηώτης
    Εδικαιολογήθη, ότι δεν εγνώριζε τίποτε αφού εγώ ημήν κλεισμένος
    και δι΄αυτό δεν ετιμωρήθη. Μου έδωσεν έπειτα καθάρσιον και την
    επομένην ημέραν 16.4.916 κατά την δην π. μ. ήλθεν εις στρατιώτης
    και με εζήτησεν· όταν με παρέλαβε και με ωδήγησεν εις τον σι-
    δηροδρομικόν σταθμόν. Αλλόιμονον ! ο άνθρωπος, όστις έχασε τας
    ελπίδας φοβείται το κάθε τι. Ενόμισα πάλιν ότι ωδηγούμην εις
    την καταδίκην. Αλλ΄όχι· μεταφέρθην σιδηροδρομικώς εις το φρενο-
    κομείον του Καϊρου « Α π α σ ί α «. Εκέι επτά ιατροί ήλθαν και με
    εξήτασαν και πάντες εύρον ότι ημήν τρελλός. Με λράτησαν λοιπόν
    εκεί. Αλλά την επόμενην μ ΄επεσκέυθη ο διευθυντής του νοσοκο-


  • November 1, 2018 10:12:21 Giorgos Andreou
  • November 1, 2018 10:12:08 Giorgos Andreou

     - 6 - 

    Έπειτα με έβγαλαν έξω εις την αυλήν της φυλακής · εβάδιζα πλέον
    προς καταδίκην, ΄σαν αι τελευταίαι μου ώραι.
    Η Αγωνία μου μέγιστη, απερίγραπτος. Πως δύναμαι να εκφρά-
    σω το πως διήλθα τας στιγμάς εκείνας ; Διότη ποίος έφθασε μέχρι
    της αγχόνης και να επιστρέψει οπίσω ώστε να δύναται να διηγηθή
    το ό,τι ησθάνθη ; Ουδείς ! πάντε εταξίδευσαν και μαζί των έφεραν
    και τας εντυπώσεις των. Εγώ όμως όχι. Ιδού πως Εζήτησα από
    τον αστυνόμον την άδειαν, κάθο, Χριστιανός να εξομολογηθώ εις
    ένα ιερέα πριν αποθάνω και να μεταλάβω· αυτός μου υποσχέθη ,
    αλλά δεν τον έφερεν. Επλησίαζεν η 8η ώρα · ολίγα λεπτά μου υπέ-
    λείποντο, έστρεφα γύρω τα βλέμματα μου, δια ν΄ ατενίσω τελευταίαν
    φοράν τον ήλιον και να δώσβ τον ύστατον χαιρετησμόν εις τον ψευ-
    δή, τον σκληρόν αυτόν κόσμον, ο οποίος με καταδίκαζεν. Όλοι οι
    φυλακισμένοι περιτριγύρισαν, με επαρηγορούν, ησπάζοντο και
    αποχαιρετών· ελυπούντο και έκλαιον. Το ό,τι ησθανόμην εκείνην την
    στιγμήν δεν ήτο φόβος, ούτε λήπη· είναι κάτι τι αποροσδιόριστον,
    απογοήτευσις αποστροφή προς το πάν. Αλλ΄η 8η ήλθε και παρήλθε
    χωρίς να με ζητήσουν. Δεν ενθυμούμαι αν ήρχισα να λαμβάνω ελ-
    πίδας. Κατά την 9ην π. μ. ο αστυνόμος παρακάλεσεν όλους τους
    φυλακισμένους, 66 το όλον και τους εξήτασεν ένα έκαστον χωριστά
    δια να βεβαιωθή αν πράγματι ημην τρελλός· πάντες δε ως και τέσ-
    σαρες στρατιώται εδήλωσαν ότι τοιούτος και υπέγραψαν πάν-
    τες. Θ αμ’ ερωτήσετυε λοιπόν πως ενώ ημην τρελλός ενθυμούμαι ολα
    ταύτα τα οποία διηγούμαι. Μα μου φαλινεται, ότι η τρέλλα μου
    είχε και τα διαλέιμματα της, ήτο διαλειπούσα. Μετά την εξέτασιν
    των, με μετέφεραν πάλιν εις το δωμάτιον μου. Την νύκτα εκείνην
    κατά λάθος εκτυπήθην· επρίσθη ο λαιμός μου και η κεφαλή μου.
    Η καρδιά μου έπασχε φοβερά· υπέφερα πολύ, εγόγγυζα δυνατά,
    ώστε ο φύλαξ αντελήφθη τους γογγυσμούς μου και εσπευσεν εις το
    δωμάτιον μου, δια να μάθη τι συνέβαινεν· αλλ’ εγώ δεν ηδυνάμην
    να μιλήσω. Αμέσως λοιπόν δια τηλεφώνου ειδοποίησε τον αστυνό-
    μον και τον ιατρόν, ύτινες αμέσως κατέφθασαν και με εξήτασαν.
    Ο ιατρός ηννόησεν ότι οι πόνοι μου προήρχοντο από κτύπημα και
    Εζήτησε να μάθη ποιος με εκτύπησε· ενθυμούμαι, ότι ο στρατηώτης
    Εδικαιολογήθη, ότι δεν εγνώριζε τίποτε αφού εγώ ημήν κλεισμένος
    και δι΄αυτό δεν ετιμωρήθη. Μου έδωσεν έπειτα καθάρσιον και την
    επομένην ημέραν 16.4.916 κατά την δην π. μ. ήλθεν εις στρατιώτης
    και με εζήτησεν· όταν με παρέλαβε και με ωδήγησεν εις τον σι-
    δηροδρομικόν σταθμόν. Αλλόιμονον ! ο άνθρωπος, όστις έχασε τας
    ελπίδας φοβείται το κάθε τι. Ενόμισα πάλιν ότι ωδηγούμην εις
    την καταδίκην. Αλλ΄όχι· μεταφέρθην σιδηροδρομικώς εις το φρενο-
    κομείον του Καϊρου « Α π α σ ί α «. Εκέι επτά ιατροί ήλθαν και με
    εξήτασαν και πάντες εύρον ότι ημήν τρελλός. Με λράτησαν λοιπόν
    εκεί. Αλλά την επόμενην μ ΄επεσκέυθη ο διευθυντής του νοσοκο- 



  • November 1, 2018 10:10:33 Giorgos Andreou

     - 6 - 


    Έπειτα με έβγαλαν έξω εις την αυλήν της φυλακής · εβάδιζα πλέον
    προς καταδίκην, ΄σαν αι τελευταίαι μου ώραι.
               Η Αγωνία μου μέγιστη, απερίγραπτος. Πως δύναμαι να εκφρά-
    σω το πως διήλθα τας στιγμάς εκείνας ; Διότη ποίος έφθασε μέχρι
    της αγχόνης και να επιστρέψει οπίσω ώστε να δύναται να διηγηθή
    το ό,τι ησθάνθη ; Ουδείς ! πάντε εταξίδευσαν και μαζί των έφεραν
    και τας εντυπώσεις των. Εγώ όμως όχι. Ιδού πως Εζήτησα από
    τον αστυνόμον την άδειαν, κάθο, Χριστιανός να εξομολογηθώ εις
    ένα ιερέα πριν αποθάνω και να μεταλάβω· αυτός μου υποσχέθη ,
    αλλά δεν τον έφερεν. Επλησίαζεν η 8η ώρα · ολίγα λεπτά μου υπέ-
    λείποντο, έστρεφα γύρω τα βλέμματα μου, δια ν΄ ατενίσω τελευταίαν
    φοράν τον ήλιον και να δώσβ τον ύστατον χαιρετησμόν εις τον ψευ-
    δή, τον σκληρόν αυτόν κόσμον, ο οποίος με καταδίκαζεν. Όλοι οι
    φυλακισμένοι περιτριγύρισαν, με επαρηγορούν, ησπάζοντο και
    αποχαιρετών· ελυπούντο και έκλαιον. Το ό,τι ησθανόμην εκείνην την
    στιγμήν δεν ήτο φόβος, ούτε λήπη· είναι κάτι τι αποροσδιόριστον,
    απογοήτευσις αποστροφή προς το πάν. Αλλ΄η 8η ήλθε και παρήλθε
    χωρίς να με ζητήσουν. Δεν ενθυμούμαι αν ήρχισα να λαμβάνω ελ-
    πίδας. Κατά την 9ην π. μ. ο αστυνόμος παρακάλεσεν όλους τους
    φυλακισμένους, 66 το όλον και τους εξήτασεν ένα έκαστον χωριστά
    δια να βεβαιωθή αν πράγματι ημην τρελλός· πάντες δε ως και τέσ-
    σαρες στρατιώται εδήλωσαν ότι τοιούτος και υπέγραψαν πάν-
    τες. Θ αμ’ ερωτήσετυε λοιπόν πως ενώ ημην τρελλός ενθυμούμαι ολα
    ταύτα τα οποία διηγούμαι. Μα μου φαλινεται, ότι η τρέλλα μου
    είχε και τα διαλέιμματα της, ήτο διαλειπούσα. Μετά την εξέτασιν
    των, με μετέφεραν πάλιν εις το δωμάτιον μου. Την νύκτα εκείνην
    κατά λάθος εκτυπήθην· επρίσθη ο λαιμός μου και η κεφαλή μου.
    Η καρδιά μου έπασχε φοβερά· υπέφερα πολύ, εγόγγυζα δυνατά,
    ώστε ο φύλαξ αντελήφθη τους γογγυσμούς μου και εσπευσεν εις το
    δωμάτιον μου, δια να μάθη τι συνέβαινεν· αλλ’ εγώ δεν ηδυνάμην
    να μιλήσω. Αμέσως λοιπόν δια τηλεφώνου ειδοποίησε τον αστυνό-
    μον και τον ιατρόν, ύτινες αμέσως κατέφθασαν και με εξήτασαν.
    Ο ιατρός ηννόησεν ότι οι πόνοι μου προήρχοντο από κτύπημα και
    Εζήτησε να μάθη ποιος με εκτύπησε· ενθυμούμαι, ότι ο στρατηώτης
    Εδικαιολογήθη, ότι δεν εγνώριζε τίποτε αφού εγώ ημήν κλεισμένος
    και δι΄αυτό δεν ετιμωρήθη. Μου έδωσεν έπειτα καθάρσιον και την
    επομένην ημέραν 16.4.916 κατά την δην π. μ. ήλθεν εις στρατιώτης
    και με εζήτησεν· όταν με παρέλαβε και με ωδήγησεν εις τον σι-
    δηροδρομικόν σταθμόν. Αλλόιμονον ! ο άνθρωπος, όστις έχασε τας
    ελπίδας φοβείται το κάθε τι. Ενόμισα πάλιν ότι ωδηγούμην εις
    την καταδίκην. Αλλ΄όχι· μεταφέρθην σιδηροδρομικώς εις το φρενο-
    κομείον του Καϊρου « Α π α σ ί α «. Εκέι επτά ιατροί ήλθαν και με
    εξήτασαν και πάντες εύρον ότι ημήν τρελλός. Με λράτησαν λοιπόν
    εκεί. Αλλά την επόμενην μ ΄επεσκέυθη ο διευθυντής του νοσοκο-



  • November 1, 2018 10:03:40 Maria Tsangari

    Έπειτα με έβγαλαν έξω είς την αυλήν της φυλακής εβάδιζαν πλέον

    προς την καταδίκην, ήσαν αι τελευταίαι μου ώραι.

    Η αγωνία μου μέγιστη, απερίγραπτος. Πως δύναμαι να εκφρά-

    σω το πως διήλθα τας στιγμάς εκείνας; Διότι ποιος έφθασε μέχρι 

    της αγχόνης και να επιστρέψη οπίσω ώστε να δύναται να διηγηθή

    το ό,τι ησθάνθη; Ουδείς! πάντες εταξείδυσαν και μαζί των έφεραν

    και τας εντυπώσεις των. Εγώ όμως όχι. Ιδού πως Εζήτησα από 

    τον αστυνόμον την άδειαν, καθό, Χριστιανός να εξομολογηθώ είς

    ένα ιερέα πριν αποθανώ και να μεταλάβω αυτός μου υποσχέθη,

    αλλά δεν τον έφερεν. Επλησίαζεν η 8η ώρα ολίγα λεπτά μου υπε-

    λείποντο, έστρεφα γύρω τα βλέμματα μου, δια ν΄ατενίσω τελευταίαν

    φοράν τον ήλιο και να δώσω τον ύστατον χαιρετισμόν είς τον ψευ-

    δή, τον σκληρόν αυτόν κόσμον, ο οποίος με κατεδίκαζεν.Όλοι οι

    φυλακισμένοι με περιτριγύρισαν, με παρηγόρούν, ησπάζοντο και

    απεχαιρετών ελυπούντο και έκλαιον. Το ό,τι ησθανόμην εκείνην την 

    στιγμήν δεν ήτο φόβος, ούτε λύπη είναι κάτι τι απροσδιόριστον

    απογοητεύσις, αποστροφή προσ το παν. Αλλ' η 8η ήλθε


  • November 1, 2018 09:51:32 Maria Tsangari

    Έπειτα με έβγαλαν έξω είς την αυλήν της φυλακής εβάδιζαν πλέον

    προς την καταδίκην, ήσαν αι τελευταίαι μου ώραι.

    Η αγωνία μου μέγιστη, απερίγραπτος. Πως δύναμαι να εκφρά-

    σω το πως διήλθα τας στιγμάς εκείνας; Διότι ποιος έφθασε μέχρι 

    της αγχόνης και να επιστρέψη οπίσω ώστε να δύναται να διηγηθή

    το ό,τι ησθάνθη; Ουδείς! πάντες εταξείδυσαν και μαζί των έφεραν

    και τας εντυπώσεις των. Εγώ όμως όχι. Ιδού πως Εζήτησα από 

    τον αστυνόμον την άδειαν, καθό, Χριστιανός να εξομολογηθώ είς

    ένα ιερέα πριν αποθανώ και να μεταλάβω αυτός μου υποσχέθη,

    αλλά δεν τον έφερεν. Επλησίαζεν η 8η ώρα ολίγα λεπτά μου υπε-

    λείποντο, έστρεφα γύρω τα βλέμματα μου, δια ν΄ατενίσω τελευταίαν

    φοράν τον ήλιο και να δώσω τον ύστατον χαιρετισμόν είς τον ψευ-

    δή, τον σκληρόν αυτόν κόσμον, ο οποίος με κατεδίκαζεν.


  • November 1, 2018 09:39:19 Maria Tsangari

Description

Save description
  • 35.299194||33.23632459999999||

    Κερύνεια / Κύπρος (Keryneia / Cyprus

    ||1
Location(s)
  • Story location Κερύνεια / Κύπρος (Keryneia / Cyprus
Login and add location


ID
4642 / 53005
Source
http://europeana1914-1918.eu/...
Contributor
Αντρέας Κελέσης
License
http://creativecommons.org/licenses/by-sa/3.0/


April 16, 1916
Login to edit the languages
  • Ελληνικά

Login to edit the fronts

Login to add keywords
  • Prisoners of War
  • Remembrance
  • Transport
  • Πόλεμος
  • Τραυματισμοί
  • Φυλακές

Login and add links

Notes and questions

Login to leave a note