ALEXANDROS KALAITZAKIS' SUBSCRIPTION, item 11

Edit transcription:
...
Transcription saved
Enhance your transcribing experience by using full-screen mode

Transcription

You have to be logged in to transcribe. Please login or register and click the pencil-button again

346                                                       Η ΕΣΠΕΡΙΑ                                                    20 2 Ιουνίου 1916.

 αριστερή στήλη 

                 ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ 

Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΚΑΙ ΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ 

   ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ.

                  (Συνέχεια). 

          Έτσι λοιπόν η Αγγελική Νίκλη, η κόρη του λαού, τη μία 

ημέρα έγινε κ' επισήμως κοντέσσα Σολεμίνα, και την άλλη

εχήρεψε. Αλλά νέα, φαίνεται, κι' ώμμορφη, δεν μπόρεσε να κρατήση

για πολύν καιρό τον τίτλο και τη χηρεία. Ένας φίλος του

σπητιού, ερωτευμένος ίσως μαζύ της και πριν ακόμη χηρέψη, ο 

Μανώλης Λεονταράκης, - ένας από εκείνους που έχουν υπογράψει

ως μάρτυρες τη ληξιαρχική πράξι του πρώτου γάμου, -την έλαβε

εις δεύτερο. Η χήρα κοντέσσα Σολωμού έγινε κυρία Λεονταράκη 

κι' ο ποιητής μας εγνώρισε πατρυιό. Αλλά επί ψιλώ ονόματι. 

Γιατί προστάτης, επίτροπος και διαχειριστής της περιουσίας 

των ανηλίκων, μετά τον θάνατον του πατέρα, έγεινε ο κόντε

Νικόλαος Μασσαλάς, και το πρώτο που έκαμε αυτός, ήταν να

στείλη τον μικρό Διονύσιο, με τον παιδαγωγό του, τον Ιταλό 

Ρόσσι, στην Ιταλία για να σπουδάση. Την εποχή που εξενιτεύετο 

για πρώτη φορά ο ποιητής μας, ήτο έντεκα η δώδεκα χρονών

παιδί. Έμεινε στην Ιταλία δέκα χρόνια, ως τα 1818. Από κει 

γύρισε στην πατρίδα του, όπου έζησε άλλα δέκα χρόνια. Και το

1828 επήγε στην Κέρκυρα, όπου έμεινε μέχρι του θανάτου του, 

δηλαδή εικοσιεννηά χρόνια. Από τα εξήντα λοιπόν χρόνια της 

ζωής του, μόνον τα εικοσιδύο έζησε στη Ζάκυνθο. Αλλά τα καλλίτερα,

τα παιδικά, που μας δίνουν της πρώτες ανεξάλειπτες 

εντυπώσεις, - της εντυπώσεις που σ' αυτές χρωστούμε ό,τι γινόμεθα

κατόπι- και τα χρόνια της ωρίμου νεότητος, όταν η ζωή μας

δίνη της πιο έντονες ηθικές ή υλικές απολαύσεις. Σ' αυτά τα

ωραία χρόνια, ο Σολωμός έζησε κοντά στη μητέρα του. Πόσο τρυφερά

την αγαπούσε, μαρτυρούν τα γράμματα που της έστελνε ο 

μικρός ξενιτευμένος από την Κρεμώνα και από την Παβία. Τα 

γράμματα αυτά σώζονται, και μάλιστα εδώ εις τας Αθήνας.

Τα έχουν δύο κυρλίες, συγγενείς του ποιητού μας. - Αν δημοσιευθούν 

ποτέ, θα χύσουν ένα ζωηρότατο φως στη ζωή του. Δεν ευτύχησα

να τα ιδώ, αλλά μου είπαν, ότι είναι τρυφερώτατα. Στην 

καλή κι' αγαπημένη αυτή μητέρα, ο Σολωμός χρεωστεί το βαθύ 

εκείνο θρησκευτικό αίσθημα, που δεν τον άφισε σ'όλη του τη

ζωή. Μαζύ της επήγαινε στην εκκλησία, στο γειτονικό τους 

Άγιο Γεώργιο του Κουμούτου, όπου μάλιστα ο ποιητής βοηθούσε

στη λειτουργία και με γλυκειά, δυνατή φωνή, - ξέρουμε δε από

πολλές άλλες μαρτυρίες, ότι ήταν μουσικώτατος, - έλεγε το

"κύριε ελέησον" και τον Απόστολο. Στην καλή κι' αγαπημένη 

αυτή μητέρα, πρώτα-πρώτα, χρωστούν βέβαια κι' η Γυναίκες 

την υψηλή ιδέα που εσχημάτισε γι' αυτές ο Σολωμός. Και μιά από 

της μεγαλύτερες δυστυχίες της ζωής του, μιά δυστυχία που τον 

έκαμε στο τέλος μισάνθρωπο και κακότροπο, μιά δυστυχία που 

του αφαίρεσε ίσως και τη δραστηριότητα ναποτελειώση το μεγάλο

του Έργο, ήταν η περίφημη εκείνη κληρονομική δίκη, που για

να την κερδίση, έπρεπε να θιχθή η αγία, η λατρευτή μνήμη της

ενάρετης μητέρας του.

      Οι βιογράφοι του Σολωμού δεν αναφέρουν πολλές λεπτομέρειες 

απ' αυτή τη δίκη. Ούτε κ'εμείς θα ενδιατρίψωμε πολύ,

γιατ' είναι έξω από το θέμα μας.

       Ας έλθωμε τώρα στην περίφημη φίλη του Σολωμού, τη 

Μαρία ή Μαριέττα Παπαγεωργοπούλου, τη Φαρμακωμένη.

Αυτή ανήκε σε μια καλή και πλούσια οικογένεια της μεσαίας 

τάξεως, της εμπορικής. Ο πατέρας της ήταν Ζακυνθινομωραΐτης, 

η μητέρα της βενετσιάνα. Κατά πάσαν πιθανότητα, 

η Μαριέττα γεννήθηκε στη Βενετία, όπου εμπορεύετο ο πατέρας 

της και όπου η οικογένειά της έμενε για πάντα, και ίσως βλαστοί

της να υπάρχουν ακόμη εκεί. Μας είναι τουλάχιστο γνωστό, ότι 


 δεξιά στήλη 

ένας αδελφός της Μαριέττας, Παπαγεωργόπουλος, έζησε και 

πέθανε στη Βενετία δικηγόρος. Εκείνο τον καιρό όμως, η κόρη 

ζούσε στη Ζάκυνθο με το θειό της, Παπαγεωργόπουλο κι' αυτόν,

έμπορον κι' αυτόν, σύντροφο του αδελφού του, στον οποίον

έστελλε εκεί-κάτω το γλυκόρριζο η γλυκορίτσι που καλλιεργούσε 

εις επί τούτω νοικιασμένους Ζακυνθινούς αγρούς. Η Μαριέττα

ήταν μια νέα μ'έκτακτα χαρίσματα. Πολύ ώμορφη, πολύ έξυπνη,

μορφωμένη, έπαιζε πιάνο, που δεν ήταν τότε πολύ συνοιθισμένο, 

ούτε στη Ζάκυνθο -και τραγουδούσε με ωραία φωνή·

"Τα τραγούδια μου τάλεγες όλα", αρχίζει το ελεγείο της "Φαρμακωμένης."

Πράγματι ο Σολωμός, νεώτερος τότε, - όταν 

αυτοκτόνησε η Μαριέττα, ο ποιητής μας ήταν 28 ετών, - αγαπούσε

να συχνάζη σαν οικογενειακός φίλος στο σπήτι της και να 

την ακούη να τραγουδή, με το πιάνο, τα ποιήματά του, τονισμένα, 

από Ζακυθινούς η Κερκυραίους μουσικούς. Το φιλόμουσο αυτό

σπήτι ευρίσκετο όχι στην περιλάλητη "Πλατεία Ρούγα" αλλά

στην κάτω, την παράλληλη, τη σημερινή "οδόν Φωσκόλου"

γιατί εκεί υπάρχει και το γενέθλιο σπήτι, αγορασμένο και συντηρούμενο

από τον δήμο, του ποιητού των "Τάφων". Για όσους

γνωρίζουν την Ζάκυνθο, προσθέτω την λεπτομέρεια ότι το σπήτι

της Φαρμακωμένης ήταν κοντά στην Οδηγήτρια, στη γωνία 

ακριβώς του λεγομένου "καντουνιού του Ζωνίτσα" όπου σήμερα

δεν βλέπουμε παρά ένα ισόγειο μαγαζί.

   Εκεί λοιπόν εσύχναζε ο Σολωμός, εκεί επερνούσε ευχάριστα

απογεύματα ή βράδυα, πότε μοναχός και πότε μ'άλλους φίλους,

γιατί το σπήτι, ως φαίνεται, ήταν ανοικτό. Οι βιογράφοι του

σημειώνουν, ότι με τη Μαρία Παπαγεωργοπούλου τον ένωνε φιλία

αγνή "με κάποιαν αφέλεια" σχολιάει στον πρόλογό του των 

"Απάντων" ο Παλαμάς. Αλλά γιατί τάχα; Και χωρίς να είναι 

κανείς πολύ αφελής, μπορεί να πιστεύη, ότι ο εγκάρδιος δεσμός

των δύο νέων δεν ήταν τρυφερώτερος από φιλία. Μεγάλος βέβαια

ψυχολόγος ήταν κ'εκείνος  που είπε, ότι μεταξύ νέου ανδρός και 

νέας γυναικός αδύνατο να υπάρξη φιλία· γιατί εκείνο που και οι

ίδιοι το λένε "φιλία" δεν είναι παρά ένας κρυφός και ενέκφραστος

έρως. Ο κακών όμως, - αν είναι κακών, - μπορεί νάχη και τας

εξαιρέσεις του και μάλιστα όταν πρόκειται για εξαιρετικούς 

ανθρώπους σαν τον Σολωμό. Άλλως τε την εποχή εκείνη που 

εσχετίζοντο, κι'η Μαριέττα ήταν ερωτευμένη μ'εκείνον, που γι' 

αγάπη του εθυσίασε τη ζωή της, και ο ποιητής με την άλλη

την άγνωστη Ζακυθινοπούλα, που της άναβε καντήλι. Αλλά και 

μόνο το γεγονός, ότι δεν εδίστασε να βλέπη και να συναναστρέφεται 

συχνά την Μαριέττα, τώρα που ξέρομε της ιδέες που είχεν 

Σολωμός, θάταν αρκετό να μας πείση, ότι επρόκειτο για φιλία, 

στηριγμένη σε μιάν αμοιβαία εκτίμησι και τρεφομένη από την απόλαυσι

εκείνη που μας δίνουν τα χαρίσματα του νου, όταν τα

βρίσκωμε σ' ένα νέο και ωραίο κορίτσι. Αν επρόκειτο για έρωτα

θα εφοβείτο πάλι να μη χάση το ιδανικό του. Όσο για την κόρη, 

το αίσθημά της δεν ήταν βέβαια παρά ένας μεγάλος, απεριόριστος 

θαυμασμός προς τον ωραίο, τον ολύμπειο νέο, που δεν ήταν μόνο

ένας μεγάλος άρχοντας του τόπου του αλλά και ο πειό μεγάλος

ποιητής του Έθνους του. Κι' αυτή ήταν σε θέσι να τον καταλαβαίνη.

     Πώς θα τον ελάτρευε, αν δεν είχε την καρδιά της δοσμένη

αλλού ! Αυτό όμως δεν εμπόδιζε καθόλου την φιλία τους, που 

πόσο ήταν μεγάλη, στενή, εμπιστευμένη, μας δείχνει πάλι το 

περιστατικό που ξεύρομε απ' αυτό το τραγούδι της "Φαρμακωμένης:

Μία από κείνες της ημέρες, που η ερωτόπαθη μελετούσε

την αυτοκτονία, ο φίλος της επήγε κατά το σύνηθες να 

την επισκεφθή· την είδε χλωμή, εκάθισε κοντά της και την 

ερώτησε τι έχει. Και εκείνη δεν εδίστασε να του το φανερώση. 

"Θα πεθάνω," του αποκρίθηκε, "θα φαρμακωθώ." Ο μεγάλος της 

φίλος ήταν ο μόνος άνθρωπος που του έκανε τη φοβερή αυτή 

εξομολόγησι. Με κόπο, μέσα στους πένθιμους στοχασμούς της

χαμογελώντας, για να μη το πολυπιστέψη εκείνη την ώρα και 

τρομάξη, - του το είπε όμως, για να το θυμηθή κατόπι που θα 

το μάθαινε, και να συλλογισθή τρυφερά: "Η δύστυχη ! εμένα

μ' εμπιστεύθηκε !".

    Την τραγωδία της "Φαρμακωμένης" την γνωρίζετε. Η 

Μαριέττα είχε ερωτευθή δυνατά ένα νεαρό συμπολίτη της μητέρας

της, ένα ωραίο Βενετό, πρόσφυγα τότε στη Ζάκυνθο, όπως και 

πολλά άλλα τέκνα της Ιταλίας που ήταν τότε αναστατωμένη από 

Transcription saved

346                                                       Η ΕΣΠΕΡΙΑ                                                    20 2 Ιουνίου 1916.

 αριστερή στήλη 

                 ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ 

Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΚΑΙ ΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ 

   ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ.

                  (Συνέχεια). 

          Έτσι λοιπόν η Αγγελική Νίκλη, η κόρη του λαού, τη μία 

ημέρα έγινε κ' επισήμως κοντέσσα Σολεμίνα, και την άλλη

εχήρεψε. Αλλά νέα, φαίνεται, κι' ώμμορφη, δεν μπόρεσε να κρατήση

για πολύν καιρό τον τίτλο και τη χηρεία. Ένας φίλος του

σπητιού, ερωτευμένος ίσως μαζύ της και πριν ακόμη χηρέψη, ο 

Μανώλης Λεονταράκης, - ένας από εκείνους που έχουν υπογράψει

ως μάρτυρες τη ληξιαρχική πράξι του πρώτου γάμου, -την έλαβε

εις δεύτερο. Η χήρα κοντέσσα Σολωμού έγινε κυρία Λεονταράκη 

κι' ο ποιητής μας εγνώρισε πατρυιό. Αλλά επί ψιλώ ονόματι. 

Γιατί προστάτης, επίτροπος και διαχειριστής της περιουσίας 

των ανηλίκων, μετά τον θάνατον του πατέρα, έγεινε ο κόντε

Νικόλαος Μασσαλάς, και το πρώτο που έκαμε αυτός, ήταν να

στείλη τον μικρό Διονύσιο, με τον παιδαγωγό του, τον Ιταλό 

Ρόσσι, στην Ιταλία για να σπουδάση. Την εποχή που εξενιτεύετο 

για πρώτη φορά ο ποιητής μας, ήτο έντεκα η δώδεκα χρονών

παιδί. Έμεινε στην Ιταλία δέκα χρόνια, ως τα 1818. Από κει 

γύρισε στην πατρίδα του, όπου έζησε άλλα δέκα χρόνια. Και το

1828 επήγε στην Κέρκυρα, όπου έμεινε μέχρι του θανάτου του, 

δηλαδή εικοσιεννηά χρόνια. Από τα εξήντα λοιπόν χρόνια της 

ζωής του, μόνον τα εικοσιδύο έζησε στη Ζάκυνθο. Αλλά τα καλλίτερα,

τα παιδικά, που μας δίνουν της πρώτες ανεξάλειπτες 

εντυπώσεις, - της εντυπώσεις που σ' αυτές χρωστούμε ό,τι γινόμεθα

κατόπι- και τα χρόνια της ωρίμου νεότητος, όταν η ζωή μας

δίνη της πιο έντονες ηθικές ή υλικές απολαύσεις. Σ' αυτά τα

ωραία χρόνια, ο Σολωμός έζησε κοντά στη μητέρα του. Πόσο τρυφερά

την αγαπούσε, μαρτυρούν τα γράμματα που της έστελνε ο 

μικρός ξενιτευμένος από την Κρεμώνα και από την Παβία. Τα 

γράμματα αυτά σώζονται, και μάλιστα εδώ εις τας Αθήνας.

Τα έχουν δύο κυρλίες, συγγενείς του ποιητού μας. - Αν δημοσιευθούν 

ποτέ, θα χύσουν ένα ζωηρότατο φως στη ζωή του. Δεν ευτύχησα

να τα ιδώ, αλλά μου είπαν, ότι είναι τρυφερώτατα. Στην 

καλή κι' αγαπημένη αυτή μητέρα, ο Σολωμός χρεωστεί το βαθύ 

εκείνο θρησκευτικό αίσθημα, που δεν τον άφισε σ'όλη του τη

ζωή. Μαζύ της επήγαινε στην εκκλησία, στο γειτονικό τους 

Άγιο Γεώργιο του Κουμούτου, όπου μάλιστα ο ποιητής βοηθούσε

στη λειτουργία και με γλυκειά, δυνατή φωνή, - ξέρουμε δε από

πολλές άλλες μαρτυρίες, ότι ήταν μουσικώτατος, - έλεγε το

"κύριε ελέησον" και τον Απόστολο. Στην καλή κι' αγαπημένη 

αυτή μητέρα, πρώτα-πρώτα, χρωστούν βέβαια κι' η Γυναίκες 

την υψηλή ιδέα που εσχημάτισε γι' αυτές ο Σολωμός. Και μιά από 

της μεγαλύτερες δυστυχίες της ζωής του, μιά δυστυχία που τον 

έκαμε στο τέλος μισάνθρωπο και κακότροπο, μιά δυστυχία που 

του αφαίρεσε ίσως και τη δραστηριότητα ναποτελειώση το μεγάλο

του Έργο, ήταν η περίφημη εκείνη κληρονομική δίκη, που για

να την κερδίση, έπρεπε να θιχθή η αγία, η λατρευτή μνήμη της

ενάρετης μητέρας του.

      Οι βιογράφοι του Σολωμού δεν αναφέρουν πολλές λεπτομέρειες 

απ' αυτή τη δίκη. Ούτε κ'εμείς θα ενδιατρίψωμε πολύ,

γιατ' είναι έξω από το θέμα μας.

       Ας έλθωμε τώρα στην περίφημη φίλη του Σολωμού, τη 

Μαρία ή Μαριέττα Παπαγεωργοπούλου, τη Φαρμακωμένη.

Αυτή ανήκε σε μια καλή και πλούσια οικογένεια της μεσαίας 

τάξεως, της εμπορικής. Ο πατέρας της ήταν Ζακυνθινομωραΐτης, 

η μητέρα της βενετσιάνα. Κατά πάσαν πιθανότητα, 

η Μαριέττα γεννήθηκε στη Βενετία, όπου εμπορεύετο ο πατέρας 

της και όπου η οικογένειά της έμενε για πάντα, και ίσως βλαστοί

της να υπάρχουν ακόμη εκεί. Μας είναι τουλάχιστο γνωστό, ότι 


 δεξιά στήλη 

ένας αδελφός της Μαριέττας, Παπαγεωργόπουλος, έζησε και 

πέθανε στη Βενετία δικηγόρος. Εκείνο τον καιρό όμως, η κόρη 

ζούσε στη Ζάκυνθο με το θειό της, Παπαγεωργόπουλο κι' αυτόν,

έμπορον κι' αυτόν, σύντροφο του αδελφού του, στον οποίον

έστελλε εκεί-κάτω το γλυκόρριζο η γλυκορίτσι που καλλιεργούσε 

εις επί τούτω νοικιασμένους Ζακυνθινούς αγρούς. Η Μαριέττα

ήταν μια νέα μ'έκτακτα χαρίσματα. Πολύ ώμορφη, πολύ έξυπνη,

μορφωμένη, έπαιζε πιάνο, που δεν ήταν τότε πολύ συνοιθισμένο, 

ούτε στη Ζάκυνθο -και τραγουδούσε με ωραία φωνή·

"Τα τραγούδια μου τάλεγες όλα", αρχίζει το ελεγείο της "Φαρμακωμένης."

Πράγματι ο Σολωμός, νεώτερος τότε, - όταν 

αυτοκτόνησε η Μαριέττα, ο ποιητής μας ήταν 28 ετών, - αγαπούσε

να συχνάζη σαν οικογενειακός φίλος στο σπήτι της και να 

την ακούη να τραγουδή, με το πιάνο, τα ποιήματά του, τονισμένα, 

από Ζακυθινούς η Κερκυραίους μουσικούς. Το φιλόμουσο αυτό

σπήτι ευρίσκετο όχι στην περιλάλητη "Πλατεία Ρούγα" αλλά

στην κάτω, την παράλληλη, τη σημερινή "οδόν Φωσκόλου"

γιατί εκεί υπάρχει και το γενέθλιο σπήτι, αγορασμένο και συντηρούμενο

από τον δήμο, του ποιητού των "Τάφων". Για όσους

γνωρίζουν την Ζάκυνθο, προσθέτω την λεπτομέρεια ότι το σπήτι

της Φαρμακωμένης ήταν κοντά στην Οδηγήτρια, στη γωνία 

ακριβώς του λεγομένου "καντουνιού του Ζωνίτσα" όπου σήμερα

δεν βλέπουμε παρά ένα ισόγειο μαγαζί.

   Εκεί λοιπόν εσύχναζε ο Σολωμός, εκεί επερνούσε ευχάριστα

απογεύματα ή βράδυα, πότε μοναχός και πότε μ'άλλους φίλους,

γιατί το σπήτι, ως φαίνεται, ήταν ανοικτό. Οι βιογράφοι του

σημειώνουν, ότι με τη Μαρία Παπαγεωργοπούλου τον ένωνε φιλία

αγνή "με κάποιαν αφέλεια" σχολιάει στον πρόλογό του των 

"Απάντων" ο Παλαμάς. Αλλά γιατί τάχα; Και χωρίς να είναι 

κανείς πολύ αφελής, μπορεί να πιστεύη, ότι ο εγκάρδιος δεσμός

των δύο νέων δεν ήταν τρυφερώτερος από φιλία. Μεγάλος βέβαια

ψυχολόγος ήταν κ'εκείνος  που είπε, ότι μεταξύ νέου ανδρός και 

νέας γυναικός αδύνατο να υπάρξη φιλία· γιατί εκείνο που και οι

ίδιοι το λένε "φιλία" δεν είναι παρά ένας κρυφός και ενέκφραστος

έρως. Ο κακών όμως, - αν είναι κακών, - μπορεί νάχη και τας

εξαιρέσεις του και μάλιστα όταν πρόκειται για εξαιρετικούς 

ανθρώπους σαν τον Σολωμό. Άλλως τε την εποχή εκείνη που 

εσχετίζοντο, κι'η Μαριέττα ήταν ερωτευμένη μ'εκείνον, που γι' 

αγάπη του εθυσίασε τη ζωή της, και ο ποιητής με την άλλη

την άγνωστη Ζακυθινοπούλα, που της άναβε καντήλι. Αλλά και 

μόνο το γεγονός, ότι δεν εδίστασε να βλέπη και να συναναστρέφεται 

συχνά την Μαριέττα, τώρα που ξέρομε της ιδέες που είχεν 

Σολωμός, θάταν αρκετό να μας πείση, ότι επρόκειτο για φιλία, 

στηριγμένη σε μιάν αμοιβαία εκτίμησι και τρεφομένη από την απόλαυσι

εκείνη που μας δίνουν τα χαρίσματα του νου, όταν τα

βρίσκωμε σ' ένα νέο και ωραίο κορίτσι. Αν επρόκειτο για έρωτα

θα εφοβείτο πάλι να μη χάση το ιδανικό του. Όσο για την κόρη, 

το αίσθημά της δεν ήταν βέβαια παρά ένας μεγάλος, απεριόριστος 

θαυμασμός προς τον ωραίο, τον ολύμπειο νέο, που δεν ήταν μόνο

ένας μεγάλος άρχοντας του τόπου του αλλά και ο πειό μεγάλος

ποιητής του Έθνους του. Κι' αυτή ήταν σε θέσι να τον καταλαβαίνη.

     Πώς θα τον ελάτρευε, αν δεν είχε την καρδιά της δοσμένη

αλλού ! Αυτό όμως δεν εμπόδιζε καθόλου την φιλία τους, που 

πόσο ήταν μεγάλη, στενή, εμπιστευμένη, μας δείχνει πάλι το 

περιστατικό που ξεύρομε απ' αυτό το τραγούδι της "Φαρμακωμένης:

Μία από κείνες της ημέρες, που η ερωτόπαθη μελετούσε

την αυτοκτονία, ο φίλος της επήγε κατά το σύνηθες να 

την επισκεφθή· την είδε χλωμή, εκάθισε κοντά της και την 

ερώτησε τι έχει. Και εκείνη δεν εδίστασε να του το φανερώση. 

"Θα πεθάνω," του αποκρίθηκε, "θα φαρμακωθώ." Ο μεγάλος της 

φίλος ήταν ο μόνος άνθρωπος που του έκανε τη φοβερή αυτή 

εξομολόγησι. Με κόπο, μέσα στους πένθιμους στοχασμούς της

χαμογελώντας, για να μη το πολυπιστέψη εκείνη την ώρα και 

τρομάξη, - του το είπε όμως, για να το θυμηθή κατόπι που θα 

το μάθαινε, και να συλλογισθή τρυφερά: "Η δύστυχη ! εμένα

μ' εμπιστεύθηκε !".

    Την τραγωδία της "Φαρμακωμένης" την γνωρίζετε. Η 

Μαριέττα είχε ερωτευθή δυνατά ένα νεαρό συμπολίτη της μητέρας

της, ένα ωραίο Βενετό, πρόσφυγα τότε στη Ζάκυνθο, όπως και 

πολλά άλλα τέκνα της Ιταλίας που ήταν τότε αναστατωμένη από 


Transcription history
  • May 13, 2018 20:38:07 Νικόλαος Παππάς

    346                                                       Η ΕΣΠΕΡΙΑ                                                    20 2 Ιουνίου 1916.

     αριστερή στήλη 

                     ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ 

    Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΚΑΙ ΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ 

       ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ.

                      (Συνέχεια). 

              Έτσι λοιπόν η Αγγελική Νίκλη, η κόρη του λαού, τη μία 

    ημέρα έγινε κ' επισήμως κοντέσσα Σολεμίνα, και την άλλη

    εχήρεψε. Αλλά νέα, φαίνεται, κι' ώμμορφη, δεν μπόρεσε να κρατήση

    για πολύν καιρό τον τίτλο και τη χηρεία. Ένας φίλος του

    σπητιού, ερωτευμένος ίσως μαζύ της και πριν ακόμη χηρέψη, ο 

    Μανώλης Λεονταράκης, - ένας από εκείνους που έχουν υπογράψει

    ως μάρτυρες τη ληξιαρχική πράξι του πρώτου γάμου, -την έλαβε

    εις δεύτερο. Η χήρα κοντέσσα Σολωμού έγινε κυρία Λεονταράκη 

    κι' ο ποιητής μας εγνώρισε πατρυιό. Αλλά επί ψιλώ ονόματι. 

    Γιατί προστάτης, επίτροπος και διαχειριστής της περιουσίας 

    των ανηλίκων, μετά τον θάνατον του πατέρα, έγεινε ο κόντε

    Νικόλαος Μασσαλάς, και το πρώτο που έκαμε αυτός, ήταν να

    στείλη τον μικρό Διονύσιο, με τον παιδαγωγό του, τον Ιταλό 

    Ρόσσι, στην Ιταλία για να σπουδάση. Την εποχή που εξενιτεύετο 

    για πρώτη φορά ο ποιητής μας, ήτο έντεκα η δώδεκα χρονών

    παιδί. Έμεινε στην Ιταλία δέκα χρόνια, ως τα 1818. Από κει 

    γύρισε στην πατρίδα του, όπου έζησε άλλα δέκα χρόνια. Και το

    1828 επήγε στην Κέρκυρα, όπου έμεινε μέχρι του θανάτου του, 

    δηλαδή εικοσιεννηά χρόνια. Από τα εξήντα λοιπόν χρόνια της 

    ζωής του, μόνον τα εικοσιδύο έζησε στη Ζάκυνθο. Αλλά τα καλλίτερα,

    τα παιδικά, που μας δίνουν της πρώτες ανεξάλειπτες 

    εντυπώσεις, - της εντυπώσεις που σ' αυτές χρωστούμε ό,τι γινόμεθα

    κατόπι- και τα χρόνια της ωρίμου νεότητος, όταν η ζωή μας

    δίνη της πιο έντονες ηθικές ή υλικές απολαύσεις. Σ' αυτά τα

    ωραία χρόνια, ο Σολωμός έζησε κοντά στη μητέρα του. Πόσο τρυφερά

    την αγαπούσε, μαρτυρούν τα γράμματα που της έστελνε ο 

    μικρός ξενιτευμένος από την Κρεμώνα και από την Παβία. Τα 

    γράμματα αυτά σώζονται, και μάλιστα εδώ εις τας Αθήνας.

    Τα έχουν δύο κυρλίες, συγγενείς του ποιητού μας. - Αν δημοσιευθούν 

    ποτέ, θα χύσουν ένα ζωηρότατο φως στη ζωή του. Δεν ευτύχησα

    να τα ιδώ, αλλά μου είπαν, ότι είναι τρυφερώτατα. Στην 

    καλή κι' αγαπημένη αυτή μητέρα, ο Σολωμός χρεωστεί το βαθύ 

    εκείνο θρησκευτικό αίσθημα, που δεν τον άφισε σ'όλη του τη

    ζωή. Μαζύ της επήγαινε στην εκκλησία, στο γειτονικό τους 

    Άγιο Γεώργιο του Κουμούτου, όπου μάλιστα ο ποιητής βοηθούσε

    στη λειτουργία και με γλυκειά, δυνατή φωνή, - ξέρουμε δε από

    πολλές άλλες μαρτυρίες, ότι ήταν μουσικώτατος, - έλεγε το

    "κύριε ελέησον" και τον Απόστολο. Στην καλή κι' αγαπημένη 

    αυτή μητέρα, πρώτα-πρώτα, χρωστούν βέβαια κι' η Γυναίκες 

    την υψηλή ιδέα που εσχημάτισε γι' αυτές ο Σολωμός. Και μιά από 

    της μεγαλύτερες δυστυχίες της ζωής του, μιά δυστυχία που τον 

    έκαμε στο τέλος μισάνθρωπο και κακότροπο, μιά δυστυχία που 

    του αφαίρεσε ίσως και τη δραστηριότητα ναποτελειώση το μεγάλο

    του Έργο, ήταν η περίφημη εκείνη κληρονομική δίκη, που για

    να την κερδίση, έπρεπε να θιχθή η αγία, η λατρευτή μνήμη της

    ενάρετης μητέρας του.

          Οι βιογράφοι του Σολωμού δεν αναφέρουν πολλές λεπτομέρειες 

    απ' αυτή τη δίκη. Ούτε κ'εμείς θα ενδιατρίψωμε πολύ,

    γιατ' είναι έξω από το θέμα μας.

           Ας έλθωμε τώρα στην περίφημη φίλη του Σολωμού, τη 

    Μαρία ή Μαριέττα Παπαγεωργοπούλου, τη Φαρμακωμένη.

    Αυτή ανήκε σε μια καλή και πλούσια οικογένεια της μεσαίας 

    τάξεως, της εμπορικής. Ο πατέρας της ήταν Ζακυνθινομωραΐτης, 

    η μητέρα της βενετσιάνα. Κατά πάσαν πιθανότητα, 

    η Μαριέττα γεννήθηκε στη Βενετία, όπου εμπορεύετο ο πατέρας 

    της και όπου η οικογένειά της έμενε για πάντα, και ίσως βλαστοί

    της να υπάρχουν ακόμη εκεί. Μας είναι τουλάχιστο γνωστό, ότι 


     δεξιά στήλη 

    ένας αδελφός της Μαριέττας, Παπαγεωργόπουλος, έζησε και 

    πέθανε στη Βενετία δικηγόρος. Εκείνο τον καιρό όμως, η κόρη 

    ζούσε στη Ζάκυνθο με το θειό της, Παπαγεωργόπουλο κι' αυτόν,

    έμπορον κι' αυτόν, σύντροφο του αδελφού του, στον οποίον

    έστελλε εκεί-κάτω το γλυκόρριζο η γλυκορίτσι που καλλιεργούσε 

    εις επί τούτω νοικιασμένους Ζακυνθινούς αγρούς. Η Μαριέττα

    ήταν μια νέα μ'έκτακτα χαρίσματα. Πολύ ώμορφη, πολύ έξυπνη,

    μορφωμένη, έπαιζε πιάνο, που δεν ήταν τότε πολύ συνοιθισμένο, 

    ούτε στη Ζάκυνθο -και τραγουδούσε με ωραία φωνή·

    "Τα τραγούδια μου τάλεγες όλα", αρχίζει το ελεγείο της "Φαρμακωμένης."

    Πράγματι ο Σολωμός, νεώτερος τότε, - όταν 

    αυτοκτόνησε η Μαριέττα, ο ποιητής μας ήταν 28 ετών, - αγαπούσε

    να συχνάζη σαν οικογενειακός φίλος στο σπήτι της και να 

    την ακούη να τραγουδή, με το πιάνο, τα ποιήματά του, τονισμένα, 

    από Ζακυθινούς η Κερκυραίους μουσικούς. Το φιλόμουσο αυτό

    σπήτι ευρίσκετο όχι στην περιλάλητη "Πλατεία Ρούγα" αλλά

    στην κάτω, την παράλληλη, τη σημερινή "οδόν Φωσκόλου"

    γιατί εκεί υπάρχει και το γενέθλιο σπήτι, αγορασμένο και συντηρούμενο

    από τον δήμο, του ποιητού των "Τάφων". Για όσους

    γνωρίζουν την Ζάκυνθο, προσθέτω την λεπτομέρεια ότι το σπήτι

    της Φαρμακωμένης ήταν κοντά στην Οδηγήτρια, στη γωνία 

    ακριβώς του λεγομένου "καντουνιού του Ζωνίτσα" όπου σήμερα

    δεν βλέπουμε παρά ένα ισόγειο μαγαζί.

       Εκεί λοιπόν εσύχναζε ο Σολωμός, εκεί επερνούσε ευχάριστα

    απογεύματα ή βράδυα, πότε μοναχός και πότε μ'άλλους φίλους,

    γιατί το σπήτι, ως φαίνεται, ήταν ανοικτό. Οι βιογράφοι του

    σημειώνουν, ότι με τη Μαρία Παπαγεωργοπούλου τον ένωνε φιλία

    αγνή "με κάποιαν αφέλεια" σχολιάει στον πρόλογό του των 

    "Απάντων" ο Παλαμάς. Αλλά γιατί τάχα; Και χωρίς να είναι 

    κανείς πολύ αφελής, μπορεί να πιστεύη, ότι ο εγκάρδιος δεσμός

    των δύο νέων δεν ήταν τρυφερώτερος από φιλία. Μεγάλος βέβαια

    ψυχολόγος ήταν κ'εκείνος  που είπε, ότι μεταξύ νέου ανδρός και 

    νέας γυναικός αδύνατο να υπάρξη φιλία· γιατί εκείνο που και οι

    ίδιοι το λένε "φιλία" δεν είναι παρά ένας κρυφός και ενέκφραστος

    έρως. Ο κακών όμως, - αν είναι κακών, - μπορεί νάχη και τας

    εξαιρέσεις του και μάλιστα όταν πρόκειται για εξαιρετικούς 

    ανθρώπους σαν τον Σολωμό. Άλλως τε την εποχή εκείνη που 

    εσχετίζοντο, κι'η Μαριέττα ήταν ερωτευμένη μ'εκείνον, που γι' 

    αγάπη του εθυσίασε τη ζωή της, και ο ποιητής με την άλλη

    την άγνωστη Ζακυθινοπούλα, που της άναβε καντήλι. Αλλά και 

    μόνο το γεγονός, ότι δεν εδίστασε να βλέπη και να συναναστρέφεται 

    συχνά την Μαριέττα, τώρα που ξέρομε της ιδέες που είχεν 

    Σολωμός, θάταν αρκετό να μας πείση, ότι επρόκειτο για φιλία, 

    στηριγμένη σε μιάν αμοιβαία εκτίμησι και τρεφομένη από την απόλαυσι

    εκείνη που μας δίνουν τα χαρίσματα του νου, όταν τα

    βρίσκωμε σ' ένα νέο και ωραίο κορίτσι. Αν επρόκειτο για έρωτα

    θα εφοβείτο πάλι να μη χάση το ιδανικό του. Όσο για την κόρη, 

    το αίσθημά της δεν ήταν βέβαια παρά ένας μεγάλος, απεριόριστος 

    θαυμασμός προς τον ωραίο, τον ολύμπειο νέο, που δεν ήταν μόνο

    ένας μεγάλος άρχοντας του τόπου του αλλά και ο πειό μεγάλος

    ποιητής του Έθνους του. Κι' αυτή ήταν σε θέσι να τον καταλαβαίνη.

         Πώς θα τον ελάτρευε, αν δεν είχε την καρδιά της δοσμένη

    αλλού ! Αυτό όμως δεν εμπόδιζε καθόλου την φιλία τους, που 

    πόσο ήταν μεγάλη, στενή, εμπιστευμένη, μας δείχνει πάλι το 

    περιστατικό που ξεύρομε απ' αυτό το τραγούδι της "Φαρμακωμένης:

    Μία από κείνες της ημέρες, που η ερωτόπαθη μελετούσε

    την αυτοκτονία, ο φίλος της επήγε κατά το σύνηθες να 

    την επισκεφθή· την είδε χλωμή, εκάθισε κοντά της και την 

    ερώτησε τι έχει. Και εκείνη δεν εδίστασε να του το φανερώση. 

    "Θα πεθάνω," του αποκρίθηκε, "θα φαρμακωθώ." Ο μεγάλος της 

    φίλος ήταν ο μόνος άνθρωπος που του έκανε τη φοβερή αυτή 

    εξομολόγησι. Με κόπο, μέσα στους πένθιμους στοχασμούς της

    χαμογελώντας, για να μη το πολυπιστέψη εκείνη την ώρα και 

    τρομάξη, - του το είπε όμως, για να το θυμηθή κατόπι που θα 

    το μάθαινε, και να συλλογισθή τρυφερά: "Η δύστυχη ! εμένα

    μ' εμπιστεύθηκε !".

        Την τραγωδία της "Φαρμακωμένης" την γνωρίζετε. Η 

    Μαριέττα είχε ερωτευθή δυνατά ένα νεαρό συμπολίτη της μητέρας

    της, ένα ωραίο Βενετό, πρόσφυγα τότε στη Ζάκυνθο, όπως και 

    πολλά άλλα τέκνα της Ιταλίας που ήταν τότε αναστατωμένη από 

  • May 13, 2018 17:50:53 Νικόλαος Παππάς

    346 Η ΕΣΠΕΡΙΑ 20 2 ΙΟΥΝΙΟΥ 1916

     αριστερή στήλη 

                     ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ 

    Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΚΑΙ ΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ 

       ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ.

                      (Συνέχεια). 

              Έτσι λοιπόν η Αγγελική Νίκλη, η κόρη του λαού, τη μία 

    ημέρα έγινε κ' επισήμως κοντέσσα Σολεμίνα, και την άλλη

    εχήρεψε. Αλλά νέα, φαίνεται, κι' ώμμορφη, δεν μπόρεσε να κρατήση

    για πολύν καιρό τον τίτλο και τη χηρεία. Ένας φίλος του

    σπητιού, ερωτευμένος ίσως μαζύ της και πριν ακόμη χηρέψη, ο 

    Μανώλης Λεονταράκης, - ένας από εκείνους που έχουν υπογράψει

    ως μάρτυρες τη ληξιαρχική πράξι του πρώτου γάμου, -την έλαβε

    εις δεύτερο. Η χήρα κοντέσσα Σολωμού έγινε κυρία Λεονταράκη 

    κι' ο ποιητής μας εγνώρισε πατρυιό. Αλλά επί ψιλώ ονόματι. 

    Γιατί προστάτης, επίτροπος και διαχειριστής της περιουσίας 

    των ανηλίκων, μετά τον θάνατον του πατέρα, έγεινε ο κόντε

    Νικόλαος Μασσαλάς, και το πρώτο που έκαμε αυτός, ήταν να

    στείλη τον μικρό Διονύσιο, με τον παιδαγωγό του, τον Ιταλό 

    Ρόσσι, στην Ιταλία για να σπουδάση. Την εποχή που εξενιτεύετο 

    για πρώτη φορά ο ποιητής μας, ήτο έντεκα η δώδεκα χρονών

    παιδί. Έμεινε στην Ιταλία δέκα χρόνια, ως τα 1818. Από κει 

    γύρισε στην πατρίδα του, όπου έζησε άλλα δέκα χρόνια. Και το

    1828 επήγε στην Κέρκυρα, όπου έμεινε μέχρι του θανάτου του, 

    δηλαδή εικοσιεννηά χρόνια. Από τα εξήντα λοιπόν χρόνια της 

    ζωής του, μόνον τα εικοσιδύο έζησε στη Ζάκυνθο. Αλλά τα καλλίτερα,

    τα παιδικά, που μας δίνουν της πρώτες ανεξάλειπτες 

    εντυπώσεις, - της εντυπώσεις που σ' αυτές χρωστούμε ό,τι γινόμεθα

    κατόπι- και τα χρόνια της ωρίμου νεότητος, όταν η ζωή μας

    δίνη της πιο έντονες ηθικές ή υλικές απολαύσεις. Σ' αυτά τα

    ωραία χρόνια, ο Σολωμός έζησε κοντά στη μητέρα του. Πόσο τρυφερά

    την αγαπούσε, μαρτυρούν τα γράμματα που της έστελνε ο 

    μικρός ξενιτευμένος από την Κρεμώνα και από την Παβία. Τα 

    γράμματα αυτά σώζονται, και μάλιστα εδώ εις τας Αθήνας.

    Τα έχουν δύο κυρλίες, συγγενείς του ποιητού μας. - Αν δημοσιευθούν 

    ποτέ, θα χύσουν ένα ζωηρότατο φως στη ζωή του. Δεν ευτύχησα

    να τα ιδώ, αλλά μου είπαν, ότι είναι τρυφερώτατα. Στην 

    καλή κι' αγαπημένη αυτή μητέρα, ο Σολωμός χρεωστεί το βαθύ 

    εκείνο θρησκευτικό αίσθημα, που δεν τον άφισε σ'όλη του τη

    ζωή. Μαζύ της επήγαινε στην εκκλησία, στο γειτονικό τους 

    Άγιο Γεώργιο του Κουμούτου, όπου μάλιστα ο ποιητής βοηθούσε

    στη λειτουργία και με γλυκειά, δυνατή φωνή, - ξέρουμε δε από

    πολλές άλλες μαρτυρίες, ότι ήταν μουσικώτατος, - έλεγε το

    "κύριε ελέησον" και τον Απόστολο. Στην καλή κι' αγαπημένη 

    αυτή μητέρα, πρώτα-πρώτα, χρωστούν βέβαια κι' η Γυναίκες 

    την υψηλή ιδέα που εσχημάτισε γι' αυτές ο Σολωμός. Και μιά από 

    της μεγαλύτερες δυστυχίες της ζωής του, μιά δυστυχία που τον 

    έκαμε στο τέλος μισάνθρωπο και κακότροπο, μιά δυστυχία που 

    του αφαίρεσε ίσως και τη δραστηριότητα ναποτελειώση το μεγάλο

    του Έργο, ήταν η περίφημη εκείνη κληρονομική δίκη, που για

    να την κερδίση, έπρεπε να θιχθή η αγία, η λατρευτή μνήμη της

    ενάρετης μητέρας του.

          Οι βιογράφοι του Σολωμού δεν αναφέρουν πολλές λεπτομέρειες 

    απ' αυτή τη δίκη. Ούτε κ'εμείς θα ενδιατρίψωμε πολύ,

    γιατ' είναι έξω από το θέμα μας.

           Ας έλθωμε τώρα στην περίφημη φίλη του Σολωμού, τη 

    Μαρία ή Μαριέττα Παπαγεωργοπούλου, τη Φαρμακωμένη.

    Αυτή ανήκε σε μια καλή και πλούσια οικογένεια της μεσαίας 

    τάξεως, της εμπορικής. Ο πατέρας της ήταν Ζακυνθινομωραΐτης, 

    η μητέρα της βενετσιάνα. Κατά πάσαν πιθανότητα, 

    η Μαριέττα γεννήθηκε στη Βενετία, όπου εμπορεύετο ο πατέρας 

    της και όπου η οικογένειά της έμενε για πάντα, και ίσως βλαστοί

    της να υπάρχουν ακόμη εκεί. Μας είναι τουλάχιστο γνωστό, ότι 


     δεξιά στήλη 

    ένας αδελφός της Μαριέττας, Παπαγεωργόπουλος, έζησε και 

    πέθανε στη Βενετία δικηγόρος. Εκείνο τον καιρό όμως, η κόρη 

    ζούσε στη Ζάκυνθο με το θειό της, Παπαγεωργόπουλο κι' αυτόν,

    έμπορον κι' αυτόν, σύντροφο του αδελφού του, στον οποίον

    έστελλε εκεί-κάτω το γλυκόρριζο η γλυκορίτσι που καλλιεργούσε 

    εις επί τούτω νοικιασμένους Ζακυνθινούς αγρούς. Η Μαριέττα

    ήταν μια νέα μ'έκτακτα χαρίσματα. Πολύ ώμορφη, πολύ έξυπνη,

    μορφωμένη, έπαιζε πιάνο, που δεν ήταν τότε πολύ συνοιθισμένο, 

    ούτε στη Ζάκυνθο -και τραγουδούσε με ωραία φωνή (άνω τελεία)

    "Τα τραγούδια μου τάλεγες όλα", αρχίζει το ελεγείο της "Φαρμακωμένης."

    Πράγματι ο Σολωμός, νεώτερος τότε, - όταν 

    αυτοκτόνησε η Μαριέττα, ο ποιητής μας ήταν 28 ετών, - αγαπούσε

    να συχνάζη σαν οικογενειακός φίλος στο σπήτι της και να 

    την ακούη να τραγουδή, με το πιάνο, τα ποιήματά του, τονισμένα, 

    από Ζακυθινούς η Κερκυραίους μουσικούς. Το φιλόμουσο αυτό

    σπήτι ευρίσκετο όχι στην περιλάλητη "Πλατεία Ρούγα" αλλά

    στην κάτω, την παράλληλη, τη σημερινή "οδόν Φωσκόλου"

    γιατί εκεί υπάρχει και το γενέθλιο σπήτι, αγορασμένο και συντηρούμενο

    από τον δήμο, του ποιητού των "Τάφων". Για όσους

    γνωρίζουν την Ζάκυνθο, προσθέτω την λεπτομέρεια ότι το σπήτι

    της Φαρμακωμένης ήταν κοντά στην Οδηγήτρια, στη γωνία 

    ακριβώς του λεγομένου "καντουνιού του Ζωνίτσα" όπου σήμερα

    δεν βλέπουμε παρά ένα ισόγειο μαγαζί.

       Εκεί λοιπόν εσύχναζε ο Σολωμός, εκεί επερνούσε ευχάριστα

    απογεύματα ή βράδυα, πότε μοναχός και πότε μ'άλλους φίλους,

    γιατί το σπήτι, ως φαίνεται, ήταν ανοικτό. Οι βιογράφοι του

    σημειώνουν, ότι με τη Μαρία Παπαγεωργοπούλου τον ένωνε φιλία

    αγνή "με κάποιαν αφέλεια" σχολιάει στον πρόλογό του των 

    "Απάντων" ο Παλαμάς. Αλλά γιατί τάχα; Και χωρίς να είναι 

    κανείς πολύ αφελής, μπορεί να πιστεύη, ότι ο εγκάρδιος δεσμός

    των δύο νέων δεν ήταν τρυφερώτερος από φιλία. Μεγάλος βέβαια

    ψυχολόγος ήταν κ'εκείνος  που είπε, ότι μεταξύ νέου ανδρός και 

    νέας γυναικός αδύνατο να υπάρξη φιλία (άνω τελεία) γιατί εκείνο που και οι

    ίδιοι το λένε "φιλία" δεν είναι παρά ένας κρυφός και ενέκφραστος

    έρως. Ο κακών όμως, - αν είναι κακών, - μπορεί νάχη και τας

    εξαιρέσεις του και μάλιστα όταν πρόκειται για εξαιρετικούς 

    ανθρώπους σαν τον ΣΟλωμό. Άλλως τε την εποχή εκείνη που 

    εσχετίζοντο, κι'η Μαριέττα ήταν ερωτευμένη μ'εκείνον, που γι' 

    αγάπη του εθυσίασε τη ζωή της, και ο ποιητής με την άλλη

    την άγνωστη Ζακυθινοπούλα, που της άναβε καντήλι. Αλλά και 

    μόνο το γεγονός, ότι δεν εδίστασε να βλέπη και να συναναστρέφεται 

    συχνά την Μαριέττα, τώρα που ξέρομε της ιδέες που είχεν 

    Σολωμός, θάταν αρκετό να μας πείση, ότι επρόκειτο για φιλία, 

    στηριγμένη σε μιάν αμοιβαία εκτίμησι και τρεφομένη από την απόλαυσι

    εκείνη που μας δίνουν τα χαρίσματα του νου, όταν τα

    βρίσκωμε σ' ένα νέο και ωραίο κορίτσι. Αν επρόκειτο για έρωτα

    θα εφοβείτο πάλι να μη χάση το ιδανικό του. Όσο για την κόρη, 

    το αίσθημά της δεν ήταν βέβαια παρά ένας μεγάλος, απεριόριστος 

    θαυμασμός προς τον ωραίο, τον ολύμπειο νέο, που δεν ήταν μόνο

    ένας μεγάλος άρχοντας του τόπου του αλλά και ο πειό μεγάλος

    ποιητής του Έθνους του. Κι' αυτή ήταν σε θέσι να τον καταλαβαίνη.

         Πώς θα τον ελάτρευε, αν δεν είχε την καρδιά της δοσμένη

    αλλού ! Αυτό όμως δεν εμπόδιζε καθόλου την φιλία τους, που 

    πόσο ήταν μεγάλη, στενή, εμπιστευμένη, μας δείχνει πάλι το 

    περιστατικό που ξεύρομε απ' αυτό το τραγούδι της "Φαρμακωμένης:

    Μία από κείνες της ημέρες, που η ερωτόπαθη μελετούσε

    την αυτοκτονία, ο φίλος της επήγε κατά το σύνηθες να 

    την επισκεφθή (άνω τελεία) την είδε χλωμή, εκάθισε κοντά της και την 

    ερώτησε τι έχει. Και εκείνη δεν εδίστασε να του το φανερώση. 

    "Θα πεθάνω," του αποκρίθηκε, "θα φαρμακωθώ." Ο μεγάλος της 

    φίλος ήταν ο μόνος άνθρωπος που του έκανε τη φοβερή αυτή 

    εξομολόγησι. Με κόπο, μέσα στους πένθιμους στοχασμούς της

    χαμογελώντας, για να μη το πολυπιστέψη εκείνη την ώρα και 

    τρομάξη, - του το είπε όμως, για να το θυμηθή κατόπι που θα 

    το μάθαινε, και να συλλογισθή τρυφερά: "Η δύστυχη ! εμένα

    μ' εμπιστεύθηκε !".

        Την τραγωδία της "Φαρμακωμένης" την γνωρίζετε. Η 

    Μαριέττα είχε ερωτευθή δυνατά ένα νεαρό συμπολίτη της μητέρας

    της, ένα ωραίο Βενετό, πρόσφυγα τότε στη Ζάκυνθο, όπως και 

    πολλά άλλα τέκνα της Ιταλίας που ήταν τότε αναστατωμένη από 


  • May 13, 2018 17:49:31 Νικόλαος Παππάς

    346 Η ΕΣΠΕΡΙΑ 20 2 ΙΟΥΝΙΟΥ 1916

    ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ 

    Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΚΑΙ ΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ 

    ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ.

    (Συνέχεια). 

    Έτσι λοιπόν η Αγγελική Νίκλη, η κόρη του λαού, τη μία 

    ημέρα έγινε κ' επισήμως κοντέσσα Σολεμίνα, και την άλλη

    εχήρεψε. Αλλά νέα, φαίνεται, κι' ώμμορφη, δεν μπόρεσε να κρατήση

    για πολύν καιρό τον τίτλο και τη χηρεία. Ένας φίλος του

    σπητιού, ερωτευμένος ίσως μαζύ της και πριν ακόμη χηρέψη, ο 

    Μανώλης Λεονταράκης, - ένας από εκείνους που έχουν υπογράψει

    ως μάρτυρες τη ληξιαρχική πράξι του πρώτου γάμου, -την έλαβε

    εις δεύτερο. Η χήρα κοντέσσα Σολωμού έγινε κυρία Λεονταράκη 

    κι' ο ποιητής μας εγνώρισε πατρυιό. Αλλά επί ψιλώ ονόματι. 

    Γιατί προστάτης, επίτροπος και διαχειριστής της περιουσίας 

    των ανηλίκων, μετά τον θάνατον του πατέρα, έγεινε ο κόντε

    Νικόλαος Μασσαλάς, και το πρώτο που έκαμε αυτός, ήταν να

    στείλη τον μικρό Διονύσιο, με τον παιδαγωγό του, τον Ιταλό 

    Ρόσσι, στην Ιταλία για να σπουδάση. Την εποχή που εξενιτεύετο 

    για πρώτη φορά ο ποιητής μας, ήτο έντεκα η δώδεκα χρονών

    παιδί. Έμεινε στην Ιταλία δέκα χρόνια, ως τα 1818. Από κει 

    γύρισε στην πατρίδα του, όπου έζησε άλλα δέκα χρόνια. Και το

    1828 επήγε στην Κέρκυρα, όπου έμεινε μέχρι του θανάτου του, 

    δηλαδή εικοσιεννηά χρόνια. Από τα εξήντα λοιπόν χρόνια της 

    ζωής του, μόνον τα εικοσιδύο έζησε στη Ζάκυνθο. Αλλά τα καλλίτερα,

    τα παιδικά, που μας δίνουν της πρώτες ανεξάλειπτες 

    εντυπώσεις, - της εντυπώσεις που σ' αυτές χρωστούμε ό,τι γινόμεθα

    κατόπι- και τα χρόνια της ωρίμου νεότητος, όταν η ζωή μας

    δίνη της πιο έντονες ηθικές ή υλικές απολαύσεις. Σ' αυτά τα

    ωραία χρόνια, ο Σολωμός έζησε κοντά στη μητέρα του. Πόσο τρυφερά

    την αγαπούσε, μαρτυρούν τα γράμματα που της έστελνε ο 

    μικρός ξενιτευμένος από την Κρεμώνα και από την Παβία. Τα 

    γράμματα αυτά σώζονται, και μάλιστα εδώ εις τας Αθήνας.

    Τα έχουν δύο κυρλίες, συγγενείς του ποιητού μας. - Αν δημοσιευθούν 

    ποτέ, θα χύσουν ένα ζωηρότατο φως στη ζωή του. Δεν ευτύχησα

    να τα ιδώ, αλλά μου είπαν, ότι είναι τρυφερώτατα. Στην 

    καλή κι' αγαπημένη αυτή μητέρα, ο Σολωμός χρεωστεί το βαθύ 

    εκείνο θρησκευτικό αίσθημα, που δεν τον άφισε σ'όλη του τη

    ζωή. Μαζύ της επήγαινε στην εκκλησία, στο γειτονικό τους 

    Άγιο Γεώργιο του Κουμούτου, όπου μάλιστα ο ποιητής βοηθούσε

    στη λειτουργία και με γλυκειά, δυνατή φωνή, - ξέρουμε δε από

    πολλές άλλες μαρτυρίες, ότι ήταν μουσικώτατος, - έλεγε το

    "κύριε ελέησον" και τον Απόστολο. Στην καλή κι' αγαπημένη 

    αυτή μητέρα, πρώτα-πρώτα, χρωστούν βέβαια κι' η Γυναίκες 

    την υψηλή ιδέα που εσχημάτισε γι' αυτές ο Σολωμός. Και μιά από 

    της μεγαλύτερες δυστυχίες της ζωής του, μιά δυστυχία που τον 

    έκαμε στο τέλος μισάνθρωπο και κακότροπο, μιά δυστυχία που 

    του αφαίρεσε ίσως και τη δραστηριότητα ναποτελειώση το μεγάλο

    του Έργο, ήταν η περίφημη εκείνη κληρονομική δίκη, που για

    να την κερδίση, έπρεπε να θιχθή η αγία, η λατρευτή μνήμη της

    ενάρετης μητέρας του.

        Οι βιογράφοι του Σολωμού δεν αναφέρουν πολλές λεπτομέρειες 

    απ' αυτή τη δίκη. Ούτε κ'εμείς θα ενδιατρίψωμε πολύ,

    γιατ' είναι έξω από το θέμα μας.

        Ας έλθωμε τώρα στην περίφημη φίλη του Σολωμού, τη 

    Μαρία ή Μαριέττα Παπαγεωργοπούλου, τη Φαρμακωμένη.

    Αυτή ανήκε σε μια καλή και πλούσια οικογένεια της μεσαίας 

    τάξεως, της εμπορικής. Ο πατέρας της ήταν Ζακυνθινομωραΐτης, 

    η μητέρα της βενετσιάνα. Κατά πάσαν πιθανότητα, 

    η Μαριέττα γεννήθηκε στη Βενετία, όπου εμπορεύετο ο πατέρας 

    της και όπου η οικογένειά της έμενε για πάντα, και ίσως βλαστοί

    της να υπάρχουν ακόμη εκεί. Μας είναι τουλάχιστο γνωστό, ότι 


     δεξιά στήλη 

    ένας αδελφός της Μαριέττας, Παπαγεωργόπουλος, έζησε και 

    πέθανε στη Βενετία δικηγόρος. Εκείνο τον καιρό όμως, η κόρη 

    ζούσε στη Ζάκυνθο με το θειό της, Παπαγεωργόπουλο κι' αυτόν,

    έμπορον κι' αυτόν, σύντροφο του αδελφού του, στον οποίον

    έστελλε εκεί-κάτω το γλυκόρριζο η γλυκορίτσι που καλλιεργούσε 

    εις επί τούτω νοικιασμένους Ζακυνθινούς αγρούς. Η Μαριέττα

    ήταν μια νέα μ'έκτακτα χαρίσματα. Πολύ ώμορφη, πολύ έξυπνη,

    μορφωμένη, έπαιζε πιάνο, που δεν ήταν τότε πολύ συνοιθισμένο, 

    ούτε στη Ζάκυνθο -και τραγουδούσε με ωραία φωνή (άνω τελεία)

    "Τα τραγούδια μου τάλεγες όλα", αρχίζει το ελεγείο της "Φαρμακωμένης."

    Πράγματι ο Σολωμός, νεώτερος τότε, - όταν 

    αυτοκτόνησε η Μαριέττα, ο ποιητής μας ήταν 28 ετών, - αγαπούσε

    να συχνάζη σαν οικογενειακός φίλος στο σπήτι της και να 

    την ακούη να τραγουδή, με το πιάνο, τα ποιήματά του, τονισμένα, 

    από Ζακυθινούς η Κερκυραίους μουσικούς. Το φιλόμουσο αυτό

    σπήτι ευρίσκετο όχι στην περιλάλητη "Πλατεία Ρούγα" αλλά

    στην κάτω, την παράλληλη, τη σημερινή "οδόν Φωσκόλου"

    γιατί εκεί υπάρχει και το γενέθλιο σπήτι, αγορασμένο και συντηρούμενο

    από τον δήμο, του ποιητού των "Τάφων". Για όσους

    γνωρίζουν την Ζάκυνθο, προσθέτω την λεπτομέρεια ότι το σπήτι

    της Φαρμακωμένης ήταν κοντά στην Οδηγήτρια, στη γωνία 

    ακριβώς του λεγομένου "καντουνιού του Ζωνίτσα" όπου σήμερα

    δεν βλέπουμε παρά ένα ισόγειο μαγαζί.

       Εκεί λοιπόν εσύχναζε ο Σολωμός, εκεί επερνούσε ευχάριστα

    απογεύματα ή βράδυα, πότε μοναχός και πότε μ'άλλους φίλους,

    γιατί το σπήτι, ως φαίνεται, ήταν ανοικτό. Οι βιογράφοι του

    σημειώνουν, ότι με τη Μαρία Παπαγεωργοπούλου τον ένωνε φιλία

    αγνή "με κάποιαν αφέλεια" σχολιάει στον πρόλογό του των 

    "Απάντων" ο Παλαμάς. Αλλά γιατί τάχα; Και χωρίς να είναι 

    κανείς πολύ αφελής, μπορεί να πιστεύη, ότι ο εγκάρδιος δεσμός

    των δύο νέων δεν ήταν τρυφερώτερος από φιλία. Μεγάλος βέβαια

    ψυχολόγος ήταν κ'εκείνος  που είπε, ότι μεταξύ νέου ανδρός και 

    νέας γυναικός αδύνατο να υπάρξη φιλία (άνω τελεία) γιατί εκείνο που και οι

    ίδιοι το λένε "φιλία" δεν είναι παρά ένας κρυφός και ενέκφραστος

    έρως. Ο κακών όμως, - αν είναι κακών, - μπορεί νάχη και τας

    εξαιρέσεις του και μάλιστα όταν πρόκειται για εξαιρετικούς 

    ανθρώπους σαν τον ΣΟλωμό. Άλλως τε την εποχή εκείνη που 

    εσχετίζοντο, κι'η Μαριέττα ήταν ερωτευμένη μ'εκείνον, που γι' 

    αγάπη του εθυσίασε τη ζωή της, και ο ποιητής με την άλλη

    την άγνωστη Ζακυθινοπούλα, που της άναβε καντήλι. Αλλά και 

    μόνο το γεγονός, ότι δεν εδίστασε να βλέπη και να συναναστρέφεται 

    συχνά την Μαριέττα, τώρα που ξέρομε της ιδέες που είχεν 

    Σολωμός, θάταν αρκετό να μας πείση, ότι επρόκειτο για φιλία, 

    στηριγμένη σε μιάν αμοιβαία εκτίμησι και τρεφομένη από την απόλαυσι

    εκείνη που μας δίνουν τα χαρίσματα του νου, όταν τα

    βρίσκωμε σ' ένα νέο και ωραίο κορίτσι. Αν επρόκειτο για έρωτα

    θα εφοβείτο πάλι να μη χάση το ιδανικό του. Όσο για την κόρη, 

    το αίσθημά της δεν ήταν βέβαια παρά ένας μεγάλος, απεριόριστος 

    θαυμασμός προς τον ωραίο, τον ολύμπειο νέο, που δεν ήταν μόνο

    ένας μεγάλος άρχοντας του τόπου του αλλά και ο πειό μεγάλος

    ποιητής του Έθνους του. Κι' αυτή ήταν σε θέσι να τον καταλαβαίνη.

         Πώς θα τον ελάτρευε, αν δεν είχε την καρδιά της δοσμένη

    αλλού ! Αυτό όμως δεν εμπόδιζε καθόλου την φιλία τους, που 

    πόσο ήταν μεγάλη, στενή, εμπιστευμένη, μας δείχνει πάλι το 

    περιστατικό που ξεύρομε απ' αυτό το τραγούδι της "Φαρμακωμένης:

    Μία από κείνες της ημέρες, που η ερωτόπαθη μελετούσε

    την αυτοκτονία, ο φίλος της επήγε κατά το σύνηθες να 

    την επισκεφθή (άνω τελεία) την είδε χλωμή, εκάθισε κοντά της και την 

    ερώτησε τι έχει. Και εκείνη δεν εδίστασε να του το φανερώση. 

    "Θα πεθάνω," του αποκρίθηκε, "θα φαρμακωθώ." Ο μεγάλος της 

    φίλος ήταν ο μόνος άνθρωπος που του έκανε τη φοβερή αυτή 

    εξομολόγησι. Με κόπο, μέσα στους πένθιμους στοχασμούς της

    χαμογελώντας, για να μη το πολυπιστέψη εκείνη την ώρα και 

    τρομάξη, - του το είπε όμως, για να το θυμηθή κατόπι που θα 

    το μάθαινε, και να συλλογισθή τρυφερά: "Η δύστυχη ! εμένα

    μ' εμπιστεύθηκε !".

        Την τραγωδία της "Φαρμακωμένης" την γνωρίζετε. Η 

    Μαριέττα είχε ερωτευθή δυνατά ένα νεαρό συμπολίτη της μητέρας

    της, ένα ωραίο Βενετό, πρόσφυγα τότε στη Ζάκυνθο, όπως και 

    πολλά άλλα τέκνα της Ιταλίας που ήταν τότε αναστατωμένη από 


  • May 13, 2018 17:04:37 Νικόλαος Παππάς

    346 Η ΕΣΠΕΡΙΑ 20 2 ΙΟΥΝΙΟΥ 1916

    ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ 

    Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΚΑΙ ΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ 

    ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ.

    (Συνέχεια). 

    Έτσι λοιπόν η Αγγελική Νίκλη, η κόρη του λαού, τη μία 

    ημέρα έγινε κ' επισήμως κοντέσσα Σολεμίνα, και την άλλη

    εχήρεψε. Αλλά νέα, φαίνεται, κι' ώμμορφη, δεν μπόρεσε να κρατήση

    για πολύν καιρό τον τίτλο και τη χηρεία. Ένας φίλος του

    σπητιού, ερωτευμένος ίσως μαζύ της και πριν ακόμη χηρέψη, ο 

    Μανώλης Λεονταράκης, - ένας από εκείνους που έχουν υπογράψει

    ως μάρτυρες τη ληξιαρχική πράξι του πρώτου γάμου, -την έλαβε

    εις δεύτερο. Η χήρα κοντέσσα Σολωμού έγινε κυρία Λεονταράκη 

    κι' ο ποιητής μας εγνώρισε πατρυιό. Αλλά επί ψιλώ ονόματι. 

    Γιατί προστάτης, επίτροπος και διαχειριστής της περιουσίας 

    των ανηλίκων, μετά τον θάνατον του πατέρα, έγεινε ο κόντε

    Νικόλαος Μασσαλάς, και το πρώτο που έκαμε αυτός, ήταν να

    στείλη τον μικρό Διονύσιο, με τον παιδαγωγό του, τον Ιταλό 

    Ρόσσι, στην Ιταλία για να σπουδάση. Την εποχή που εξενιτεύετο 

    για πρώτη φορά ο ποιητής μας, ήτο έντεκα η δώδεκα χρονών

    παιδί. Έμεινε στην Ιταλία δέκα χρόνια, ως τα 1818. Από κει 

    γύρισε στην πατρίδα του, όπου έζησε άλλα δέκα χρόνια. Και το

    1828 επήγε στην Κέρκυρα, όπου έμεινε μέχρι του θανάτου του, 

    δηλαδή εικοσιεννηά χρόνια. Από τα εξήντα λοιπόν χρόνια της 

    ζωής του, μόνον τα εικοσιδύο έζησε στη Ζάκυνθο. Αλλά τα καλλίτερα,

    τα παιδικά, που μας δίνουν της πρώτες ανεξάλειπτες 

    εντυπώσεις, - της εντυπώσεις που σ' αυτές χρωστούμε ό,τι γινόμεθα

    κατόπι- και τα χρόνια της ωρίμου νεότητος, όταν η ζωή μας

    δίνη της πιο έντονες ηθικές ή υλικές απολαύσεις. Σ' αυτά τα

    ωραία χρόνια, ο Σολωμός έζησε κοντά στη μητέρα του. Πόσο τρυφερά

    την αγαπούσε, μαρτυρούν τα γράμματα που της έστελνε ο 

    μικρός ξενιτευμένος από την Κρεμώνα και από την Παβία. Τα 

    γράμματα αυτά σώζονται, και μάλιστα εδώ εις τας Αθήνας.

    Τα έχουν δύο κυρλίες, συγγενείς του ποιητού μας. - Αν δημοσιευθούν 

    ποτέ, θα χύσουν ένα ζωηρότατο φως στη ζωή του. Δεν ευτύχησα

    να τα ιδώ, αλλά μου είπαν, ότι είναι τρυφερώτατα. Στην 

    καλή κι' αγαπημένη αυτή μητέρα, ο Σολωμός χρεωστεί το βαθύ 

    εκείνο θρησκευτικό αίσθημα, που δεν τον άφισε σ'όλη του τη

    ζωή. Μαζύ της επήγαινε στην εκκλησία, στο γειτονικό τους 

    Άγιο Γεώργιο του Κουμούτου, όπου μάλιστα ο ποιητής βοηθούσε

    στη λειτουργία και με γλυκειά, δυνατή φωνή, - ξέρουμε δε από

    πολλές άλλες μαρτυρίες, ότι ήταν μουσικώτατος, - έλεγε το

    "κύριε ελέησον" και τον Απόστολο.  


Description

Save description
  • 45.4408474||12.3155151||

    Βενετία

  • 41.87194||12.56738||

    Ιταλία

  • 39.6242621||19.9216777||

    Κέρκυρα

  • 37.7870331||20.8998759||

    Ζάκυνθο

  • 45.133249||10.0226511||

    Κρεμόνα, Ιταλία

  • 45.1847248||9.1582069||

    Παβία, Ιταλίας

  • 51.5073509||-0.12775829999998223||

    ||1
Location(s)
  • Story location
  • Document location Βενετία
  • Additional document location Ιταλία
  • Additional document location Κέρκυρα
  • Additional document location Ζάκυνθο
  • Additional document location Κρεμόνα, Ιταλία
  • Additional document location Παβία, Ιταλίας
Login and add location


ID
18712 / 212207
Source
http://europeana1914-1918.eu/...
Contributor
ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΛΑΙΤΖΑΚΗ/ΘΕΑΝΩ ΜΠΟΡΑΚΗ
License
http://creativecommons.org/licenses/by-sa/3.0/


Login to edit the languages

Login to edit the fronts
  • Balkans

Login to add keywords
  • Propaganda

Login and add links

Notes and questions

Login to leave a note